Ενστάσεις και για τη σύνθεση των επιστημονικών επιτροπών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Την απόσυρση του σχεδίου νόμου για τις αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα και συγκεκριμένα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έχουν ζητήσει οι Επιστημονικές Ενώσεις Βιοεπιστημόνων, Φυσικών και Χημικών, με επιστολή διαμαρτυρίας την οποία απέστειλαν στον πρόεδρο της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, Δημήτρη Σεβαστάκη.
Οι τρεις ενώσεις των Φυσικών Επιστημών καταγγέλλουν στην επιστολή τους, τη στάση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) ως «αλαζονική», καθώς αγνοεί «συστηματικά τις θέσεις και τα υπομνήματα που κατέθεσαν οι επιστημονικές ενώσεις στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων». Κάνουν λόγο για συντεχνιακές πιέσεις κλάδων για διεύρυνση των θέσεων εργασίας ή εργασιακή διέξοδο προς τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προσωπικές επιλογές και ιδεοληψίες. Εγείρουν, μάλιστα, ζήτημα διαφάνειας και δημοκρατίας στη διαδικασία συγκρότησης των επιτροπών για το σχεδιασμό του εκπαιδευτικού συστήματος και των αναλυτικών προγραμμάτων.
Τροχιοδεικτική ήταν η αντίδραση του ΙΕΠ, μόλις τρεις ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση της κοινής επιστολής στις 24 Οκτωβρίου, με αφορμή ωστόσο δημοσιεύματα για το έργο και τις αποφάσεις της Επιτροπής Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας. Στην απάντησή του το ΙΕΠ, μεταξύ άλλων, τονίζει: «(…) υπόνοιες περί διακριτικής μεταχείρισης ως προς συγκεκριμένα αιτήματα, αγνοούνται ως αβάσιμες, ανυπόστατες και συνεπώς ανάξιες σχολιασμού. Η λειτουργία και οι εργασίες της Επιτροπής είναι διαφανέστατες, αποδεικνύονται από την εισερχόμενη και εξερχόμενη σε αυτό γραπτή υπηρεσιακή αλληλογραφία, η οποία είναι στη διάθεση του Υπουργείου Παιδείας, ως αρμόδια αρχή που εποπτεύει το ΙΕΠ, καθώς και κάθε ενδιαφερόμενου προσώπου ή φορέα κατά το μέρος που αφορά ζητήματα στα οποία έχει έννομο συμφέρον».
Τα παραπάνω, όμως, φαίνεται πως δεν καλύπτουν τις Ενώσεις, οι οποίες εμμένουν στις καταγγελίες τους: «Γιατί δεν έγιναν ανοικτές προκηρύξεις για Πανεπιστημιακούς, για την εκπόνηση Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών, αλλά προσκλήθηκαν συγκεκριμένα άτομα;» αναφέρει χαρακτηριστικά η κοινή επιστολή. Επιπλέον, πηγές φέρνουν ως παράδειγμα τον τομέα της Χημείας, όπου στη σύνθεση της ομάδας του ΙΕΠ η οποία επιφορτίζεται με τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα σχολικά βιβλία, τη μία θέση φέρεται να έχει Χημικός, διδάσκων σε Τμήμα Νηπιαγωγών, και τη δεύτερη Χημικός, διδάσκουσα σε Ιατρική Σχολή, με κλινική ειδικότητα. Μάλιστα, οι ίδιες πηγές κάνουν λόγο για δυσλειτουργίες στις ομάδες αυτές, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν και σε παραιτήσεις μελών τους.
Κύρια σημεία από την κοινή επιστολή των Επιστημονικών Ενώσεων
– Οι Επιστημονικές Ενώσεις θεωρούν ότι το ελληνικό σχολείο οφείλει να εκπαιδεύει τον μαθητή, ώστε με την αποφοίτησή του να είναι ενημερωμένος και ολοκληρωμένος πολίτης, ο οποίος θα είναι εγγράμματος σε γλώσσα, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες και τον μελλοντικό επιστήμονα, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του 21ου αιώνα:
• στην ανάπτυξη της έρευνας και την ενίσχυση της καινοτομίας, που είναι προϋποθέσεις για την βιώσιμη και αειφόρα ανάπτυξη και την διατήρηση του βιοτικού επίπεδου της Ευρώπης
• στην καλλιέργεια ορθολογικής/δομικής σκέψης που είναι προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός ελεύθερου ορθολογικού και υπεύθυνου ανθρώπινου υποκείμενου με ηθική και συνειδησιακή αυτονομία, το οποίο θα εγγυάται και την Δημοκρατία.
– Σε κάθε περίπτωση, οι προτεινόμενες αλλαγές οφείλουν να διασφαλίζουν την βασική αρχή της ισότιμης πρόσβασης των υποψηφίων στα τμήματα και στις σχολές, και να μην προβλέπουν παράλληλες διαδρομές στο ίδιο πεδίο.
– Είναι απαραίτητη η αύξηση των ωρών της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών τουλάχιστον στον Μ.Ο. των χωρών της Ε.Ε.
– Σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η ενοποίηση των ειδικοτήτων ΠΕ04, όπως προβλέπεται από το σχέδιο, διότι αυτό θα σημάνει υποβάθμιση των γνωστικών αντικειμένων και περαιτέρω απαξίωση του Λυκείου.
– Η ενοποίηση επιστημονικών αντικειμένων με διαφορετική δομή, περιεχόμενο, μεθόδους και μεθοδολογία, όπως η Χημεία/Βιολογία δεν είναι επιστημονικά και επιστημολογικά αποδεκτή. Το ΙΕΠ αδιαφορεί για την άποψη αυτών που είναι αρμόδιοι για την χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής σε μία χώρα που παλεύει να ξεπεράσει την οικονομική, κοινωνική και κρίση αξιών.