Χριστιανική πίστη και σοσιαλιστικές ιδέες: κοινό τους, ο άνθρωπος

miltiadis konstantinouΤου Μιλτιάδη Κωνσταντίνου*

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οποιαδήποτε κοσμοθεωρία, από τη στιγμή που θα εκφραστεί ως κίνημα και θα επιχειρηθεί η εφαρμογή της σε πρακτικό επίπεδο, βρίσκεται εκτεθειμένη σε έναν διπλό κίνδυνο· από τη μια μεριά διατρέχει τον κίνδυνο της ιστορικής φθοράς, ενώ από την άλλη κινδυνεύει να καταρρεύσει, αν υιοθετηθεί ως ιδεολογία αυτονομημένη από τις ανάγκες που τη γέννησαν. Τέτοιους κινδύνους δεν κατόρθωσαν τελικά να αποφύγουν ούτε η Εκκλησία ούτε η Αριστερά και είναι ακριβώς οι πληγές που άφησε στο σώμα τους η ιστορική τους πορεία που, ενώ τόσο η χριστιανική πίστη όσο και οι σοσιαλιστικές ιδέες συναντώνται στο κοινό ενδιαφέρον τους για τον άνθρωπο, υιοθέτησαν μια ρητορεία αντιπαλότητας συμπυκνωμένη σε συνθήματα και στερεότυπα.

Είναι αλήθεια πως αν και ο σοσιαλισμός υιοθέτησε, ιδιαίτερα στη 2η και στην 3η Διεθνή, την ιδεολογική θεώρηση του μαρξισμού για τη θρησκεία, ο προμαρξιστικός σοσιαλισμός των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα όχι μόνον συνδιαλέχθηκε με τον χριστιανισμό αλλά και σημαντικές πολιτικές φυσιογνωμίες, όπως οι εκπρόσωποι του λεγόμενου «ουτοπικού σοσιαλισμού» Κάρολος Φουριέ, Ρόμπερτ Οουεν και Ερρίκος Σεν-Σιμόν, προσπάθησαν να συνδέσουν τον χριστιανισμό με τον σοσιαλισμό, θέτοντας τους όρους με βάση τους οποίους θα μπορούσε αυτό να συμβεί.

Στην επίδραση που οι προσωπικότητες αυτές άσκησαν στον παρισινό κύκλο του Αδαμάντιου Κοραή οφείλεται η «μετακένωσις» (κατά τον προσφιλή όρο του Κοραή) των σοσιαλιστικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο με πρωτοπόρους τους Φραγκίσκο Πυλαρινό και Παναγιώτη Σοφιανόπουλο. Ο τελευταίος, αν και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θρησκευόμενος διανοούμενος, θα είναι ο πρώτος που σε εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος θα συναριθμηθεί στους εχθρούς του χριστιανισμού. Είναι όμως μάλλον βέβαιο πως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν σχετίζεται τόσο με τις σοσιαλιστικές του ιδέες όσο με την υφέρπουσα αντιπάθεια των μελών της Συνόδου προς τον Κοραή και τον Διαφωτισμό γενικότερα. Αλλωστε η πρώιμη σοσιαλιστική διανόηση στην Ελλάδα, όπως και η αντίστοιχη ευρωπαϊκή, δεν υπήρξε αντιθρησκευτική και ο αντικληρικαλισμός της αναφερόταν στον ανώτερο κλήρο, τον οποίο αντιδιέστελε από τον κατώτερο, που τον θεωρούσε φυσικό κοινωνικό σύμμαχο της εργατικής τάξης.

«Είμεθα επαναστάται»

Στο σημείο αυτό, και παραλείποντας ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που δραστηριοποιούνται στο μεσοδιάστημα, αξίζει μια σύντομη αναφορά στον ήρωα Μαρίνο Αντύπα, ο οποίος, ως ιδρυτής το 1905 του Κοινωνιστικού-Ριζοσπαστικού Κόμματος, καλεί σε άρθρο του με τίτλο «Είμεθα επαναστάται» τον απλό ιερέα σε επανάσταση κατά «του Χρυσοφόρου και υλόφρονος Αρχιερέως» αλλά και τον ευαγγελικό αρχιερέα «κατά του δεισιδαίμονος και συμφεροντολογικού θρησκευτικού καθεστώτος».

Παραμένοντας στην ενδεικτική καταγραφή των ιστορικών στιγμών των σχέσεων χριστιανικής πίστης και σοσιαλισμού και αφήνοντας κατά μέρος –αναγκαστικά λόγω χώρου– την παρουσίαση των θέσεων των Μαρξ – Ενγκελς για τη θρησκεία, ο επόμενος σταθμός είναι η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο σχηματισμός της Σοβιετικής Ένωσης. Και είναι αλήθεια πως οι ηγέτες του νέου σοσιαλιστικού κράτους είδαν στον κλήρο τον βραχίονα της τσαρικής μοναρχίας, ο οποίος έπρεπε να ενταφιασθεί μαζί με το υπόλοιπο σάπιο σώμα. Η θεώρηση αυτή δεν ήταν εντελώς άδικη, αν λάβει κανείς υπόψη το μέγεθος της παρέκκλισης από τη χριστιανική διδασκαλία του προεπαναστατικού ρωσικού κλήρου, αλλά η πατριωτική στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην υπεράσπιση της «μεγάλης πατρίδας» κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέβαλε στην αλλαγή του κλίματος, με οδυνηρό, βέβαια, για τη χριστιανική πίστη τίμημα τη στρατολόγηση των ανώτερων κληρικών στο δυναμικό της MGB (μετέπειτα KGB) και τη χρησιμοποίηση της εκκλησιαστικής διπλωματίας στο πλαίσιο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής.

Ανάλογες ήταν και οι εξελίξεις στην Ελλάδα. Αν και κατά την εικοσαετία 1920-1940 τα κομμουνιστικά έντυπα αναφέρονταν απαξιωτικά σε κάθε θρησκευτικό θεσμό ή εκδήλωση και ο «Ριζοσπάστης» έγραφε για το «σκυλολόι των παπάδων» ή για «το σύστημα της παραπλάνησης και αποβλάκωσης του λαού», το 1945 ο Γ.Γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης σε άρθρο του της 9ης Σεπτεμβρίου στην ίδια εφημερίδα τονίζει τον προοδευτικό ρόλο που έπαιξε η Ορθόδοξη Εκκλησία «τόσο σαν παράγοντας που διευκόλυνε και επιτάχυνε την εθνική διαμόρφωση, συσπείρωση και ανάπτυξη, παρέχοντάς της ενιαία ιδεολογικά πλαίσια, όσο σαν στοιχείο που στα χρόνια του εξανδραποδισμού και της σκλαβιάς κάτω από την οθωμανική τυραννία συνέτεινε σημαντικά και ουσιαστικά στον εθνικοαπελευθερωτικό τότε αγώνα…», κι ακόμα πως «Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα που δείχνουν ότι Ταγοί και απλοί στρατευόμενοι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας πάλεψαν και με το ντουφέκι στο χέρι στο πλευρό του Λαού και ότι μοναστήρια είχαν μεταβληθεί σε μπαρουταποθήκες και λαϊκά φρούρια». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμμετοχή κορυφαίων κληρικών στην ΕΑΜική αντίσταση, όπως οι Μητροπολίτες Κοζάνης Ιωακείμ, Ηλείας Αντώνιος και Χίου Ιωακείμ, αλλά και άλλων, με χαρακτηριστικότερη μορφή αυτή του παπα-Ανυπόμονου, συνετέλεσαν σε σημαντικό βαθμό στην αλλαγή της στάσης.

Και αν η μετεμφυλιοπολεμική περίοδος έριξε κατά κάποιο τρόπο την εκκλησιαστική ηγεσία στην αγκαλιά της Δεξιάς και την εξυπηρέτηση των στόχων της, δεν έλειψαν κληρικοί που, χωρίς απαραίτητα να εκφράζουν σοσιαλιστικές ιδέες, εξέφραζαν όμως οπωσδήποτε το γνήσιο πνεύμα του Ευαγγελίου, κατέστησαν εμβληματικές μορφές με τις υπέρ του λαού παρεμβάσεις τους. Οσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα της Νομικής του ’73 θυμούνται έναν θαρραλέο κληρικό, τον νυν αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο, να αποσπά καταμεσής στη Σόλωνος κάποιους φοιτητές από τα χέρια των αστυνομικών δυνάμεων, αλλά και τον πατέρα Πυρουνάκη, για να αναφερθούν δύο μόνον παραδείγματα. Και ήταν το ίδιο κλίμα που συνετέλεσε ώστε στην Ελλάδα να καθυστερήσει η έναρξη του χριστιανικο-σοσιαλιστικού διαλόγου, ο οποίος όμως όταν ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80 έδωσε σημαντικά δείγματα θεωρητικής αλλά και πρακτικής συγγένειας ή και σύγκλισης ανάμεσα στις πραγματώσεις του εκκλησιαστικού ήθους και των αριστερών οραμάτων. Αξίζει εδώ να σημειωθούν ενδεικτικά η εκδήλωση της Χριστιανοσοσιαλιστικής Σπουδαστικής Κίνησης το 1983 στη Νομική Αθηνών με τους Κωστή Μοσκώφ, Κώστα Ζουράρι, Παναγιώτη Νέλλα και Αμφιλόχιο Ράντοβιτς, ο 3ος χριστιανομαρξιστικός διάλογος με τις δεκάδες συνέχειες στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και η ανάδειξη του κοινωνικού μηνύματος του Ευαγγελίου από τη Χριστιανική Δημοκρατία και την εφημερίδα «Χριστιανική».

Παρόν και μέλλον

Όμως ο διάλογος Εκκλησίας και Αριστεράς δεν έχει μόνον παρελθόν αλλά, όπως φαίνεται, και μέλλον. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα τον Ιανουάριο του 2013 όταν ύστερα από πρωτοβουλία του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα Εκκλησία και Αριστερά. Ενδεικτικό της βούλησης όλων των συμμετεχόντων για να δοθεί προοπτική στον διάλογο είναι το ότι ως στόχος του συνεδρίου τέθηκε από την αρχή όχι η θεωρητική προσέγγιση ζητημάτων, που ήδη είχαν εξετασθεί από τον χριστιανομαρξιστικό διάλογο των περασμένων δεκαετιών, αλλά η αναζήτηση συγκλίσεων πάνω σε πρακτικά ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, όπως το μεταναστευτικό και άλλα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, η μελέτη των συγκρουσιακών τάσεων και η αναζήτηση σημείων σύγκλισης στον σύγχρονο λόγο της Εκκλησίας και της Αριστεράς, το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της θρησκευτικής εκπαίδευσης και ακόμη η θέση των θρησκευτικών συμβόλων και της Εκκλησίας γενικότερα στον δημόσιο χώρο.

Στην πρόσκληση του Τμήματος ανταποκρίθηκαν τόσο η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και οι ηγεσίες αριστερών κομμάτων και θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ανοίχτηκαν σημαντικές προοπτικές για την αξιοποίηση από την πλευρά της Αριστεράς των εμπειρικών –πνευματικών και κοινωνικών– σταθερών της μακραίωνης εκκλησιαστικής παράδοσης.

Η πρόσφατη επίσκεψη του αρχηγού της αριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης στο Άγιον Όρος αποκάλυψε μια σημαντική πλευρά των δυνατοτήτων αυτών. Στον βαθμό που η αξιοπρέπεια του ανθρώπου και η περιφρούρησή της, όπως και η διασφάλιση του πολιτισμού ως αξιακό σύστημα και ασφαλιστική δικλίδα για τη συνέχιση της ζωής, αποτελούν κοινούς πόθους της Εκκλησίας και της Αριστεράς, η πρόσκληση της αγιορείτικης κοινότητας σε έναν εκπρόσωπο της Αριστεράς αποτελεί πρόκληση να εγκύψει ο χώρος στην παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής, στην οποία δεν είναι άγνωστη λέξη ούτε η επανάσταση ούτε ο αγώνας για την ελευθερία. Άλλωστε, στη χαρμολύπη της μοναστικής παράδοσης και στον ασκητισμό των εξόριστων αριστερών υπάρχει κάτι κοινό: η προσδοκία της ανάστασης.

* Ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου είναι Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ.

kathimerini.gr