“Είναι θετικό και αναγκαίο να επιχειρείται και να επιτυγχάνεται συμφωνία ανάμεσα στην Πολιτεία και την Εκκλησία. Είναι θετικό το ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να μην είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι ιερείς. Δεν κατανοώ, όμως, πώς αυτό θα επιτευχθεί ουσιαστικά όταν το κράτος διατηρεί την υποχρέωσή του να πληρώνει στην Εκκλησία τουλάχιστον 210 εκατομμύρια ετησίως προκειμένου αυτή να μισθοδοτεί εις τον αιώνα τον άπαντα τους ιερείς” δήλωσε ο βουλευτής και πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, στο topontiki.gr.
“Οι ρυθμίσεις για τα οικονομικά της Εκκλησίας δεν έχουν σχέση με τη συνταγματική αναθεώρηση, γι’ αυτό ο διάλογος πρέπει να γίνει χωρίς βιασύνες και δεσμεύσεις εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος” τόνισε.
“Η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός θέτει ένα θέμα εκλογίκευσης των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, δύο ισχυρών θεσμών, διαφορετικής όμως ποιότητας. Η Πολιτεία οργανώνει το κοσμικό κράτος, τη σφαίρα της δημόσιας ζωής, κι απ’ την άλλη η Εκκλησία έχει μια υπερβατική εξουσιοδότηση και αναφορά. Δεν υποτιμώ λοιπόν την ηθικοπνευματική δύναμη της Εκκλησίας. Όχι μόνο δεν την υποτιμώ, αλλά θεωρώ ότι σε συνθήκες μιας μεγάλης ιδεολογικής σύγχυσης και κρίσης έχει σημασία μερικά βασικά μηνύματα της θρησκείας να αποτελούν κτήμα των πολιτών εφόσον το θέλουν. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την Εκκλησία ως θεσμό εξουσίας, ο οποίος μάλιστα βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση ή της αναγνωρίζεται το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην καθημερινή λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας” υπογραμμίζει.
“Η Εκκλησία λειτουργεί, δυστυχώς, συχνά ως ένα πολιτικό κόμμα. Αυτό προκύπτει από τις αμφισημίες του καθεστώτος της «επικρατούσας θρησκείας». Για παράδειγμα η ιστορία με τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Τι είναι αυτό; Γιατί πρέπει να κάνει εξωτερική πολιτική η Εκκλησία της Ελλάδος; Η Εκκλησία, για να είναι μια σύγχρονη δύναμη, πρέπει ν’ απαντάει στα σύγχρονα προβλήματα. Δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο κόμματος. Δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο υποκατάστασης της κρατικής συγκρότησης. Αν επιδιώκει να έχει κομματική παρέμβαση, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κόμμα. Όχι με προνόμια και όχι με ασυλία που προκύπτει από την ιστορικότητα. Γι’ αυτό χρειάζεται να υπάρξει καθαρή ρύθμιση των σχέσεων κι όχι ενδιάμεσα πράγματα, με δεδομένο μάλιστα ότι η Εκκλησία διαθέτει επιδράσεις και επιρροές και στη Δικαιοσύνη, όπως κάνει φανερό η αντιμετώπιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στο ΣτΕ, και μπορεί να διαστρέφει μηνύματα και ρυθμίσεις του συντάγματος” σημειώνει.
“Πράγματι ο πρωθυπουργός είπε μια πρόταση, αλλά πόσο είναι ουδετερόθρησκο ένα κράτος του οποίου το σύνταγμα στο Προοίμιο λέει ότι «συντάσσεται εν ονόματι της Αγίας και Ομοουσίου κα Αδιαιρέτου Τριάδος»; Πόσο ουδετερόθρησκο είναι ένα κράτος όταν δίπλα στο συνταγματικό θεμέλιο, το κοσμικό θεμέλιο του συντάγματος, που είναι η λαϊκή κυριαρχία, υπάρχει ένα συμβολικό θεμέλιο που είναι το Άγιο Πνεύμα; Και μετά είναι το θέμα της επικρατούσας θρησκείας. Γιατί πρέπει να παραμείνει αυτό; Λέει ο πρωθυπουργός ότι θα υπάρξει μια ρύθμιση, μια ερμηνευτική δήλωση, η οποία θα λέει ότι η επικρατούσα θρησκεία δεν σημαίνει ότι είναι εις βάρος άλλων θρησκειών. Μα αυτό έτσι κι αλλιώς υπάρχει στο άρθρο 13, που αφορά τη θρησκευτική ελευθερία. Δεν το χρειαζόμαστε. Στο άρθρο 3 επίσης υπάρχουν κι άλλα θέματα που δίνουν την εντύπωση ότι το Σύνταγμα θρησκεύει. Λέει ότι η κρατούσα θρησκεία είναι «του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Δηλαδή το Σύνταγμα έχει «Ιησού Χριστόν ημών»; Πώς το αποδέχεται αυτό στη διατύπωση;” καταλήγει.