Του Παναγιώτη Αλευρά*
Ο πρωτογενής τομέας διαχρονικά ήταν συνδεδεμένος με την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας και τη στήριξη της οικονομίας μας.
Τις τελευταίες 10ετίες όμως λόγω έλλειψης εθνικού σχεδιασμού ο αγροτικός τομέας αποσαθρώθηκε και το αγροτικό εισόδημα συρρικνώθηκε.
Μετά από έξι χρόνια ύφεσης, αποεπένδυσης στη γεωργία καθώς και οικονομικής κρίσης, το γεωργικό ισοζύγιο είναι αρνητικό κατά 1,3δις € το 2014 (παρά τη σημαντική μείωση της εγχώριας κατανάλωσης).
Συγκεκριμένα η αξία των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων ανήλθε σε 6,4 δις € και των εξαγωγών σε 5,1δις € . Μόνο η εισαγωγή βόειου και χοιρινού κρέατος ανέρχεται σε 800 εκατ. € κάθε χρόνο.
Εξαιτίας της ανύπαρκτης αγροτικής πολιτικής δεν έχουμε διατροφική αυτάρκεια σε βασικά είδη (32% χοιρινό κρέας, 20% στο βοδινό, 50% στο αγελαδινό γάλα , 30% στο αλεύρι κλπ).
Έτσι έχουμε σήμερα μια δραματική μείωση της παραγωγικής βάσης του αγροτικού τομέα και μείωση της αξίας της αγροτικής παραγωγής στη χώρα μας η οποία κυμαίνεται 9-10δις €. Αντίθετα οι δαπάνες των εισροών – εφοδίων αυξάνονται και φθάνουν τα 5,5 δις € . Απομένει ετήσιο αγροτικό εισόδημα 3,5-4,5 δις € που είναι στόχος φορολόγησης, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπ΄ όψη η ιδιαιτερότητα του κλάδου , θεσπίζοντας ειδική φορολογική κλίμακα για τους αγρότες όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Ακόμη και η Γερμανία έχει αφορολόγητο για τους αγρότες 7.664€ και φορολογικούς συντελεστές που κυμαίνονται από το 14% ανάλογα με το μέγεθος.
Παράλληλα δημιουργήθηκαν οι συνθήκες ώστε το σύνολο των αγροτικών μας εισροών και εφοδίων να τα εισάγουμε πλέον και να μην τα παράγουμε στην χώρα μας.
Αποτέλεσμα αυτού σε συνδυασμό και με τις αυξήσεις του Φ.Π.Α. στα εφόδια, έχουν εκτινάξει το κόστος παραγωγής στα ύψη, απειλώντας την οικονομική βιωσιμότητα κάθε αγροτικής εκμετάλλευσης και περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας.
Η συσσώρευση όλων αυτών των προβλημάτων, μαζί με τα σχεδιαζόμενα μέτρα για τους αγρότες έχουν «ξεσηκώσει» τον αγροτικό κόσμο σε όλη την Ελλάδα από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη.
Γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν δεν επανεξεταστούν, θα οδηγήσουν σε αφανισμό την πρωτογενή παραγωγή και στην πλήρη διάλυση της αγροτικής μας οικονομίας.
Το αγροτικό ζήτημα όμως δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά επηρεάζει πολλούς παραγωγικούς κλάδους (μεταποίηση, βιοτεχνίες, εμπόριο κ.λ.π.). Τα αγροτικά προϊόντα μάλιστα αποτελούν την πρώτη ύλη για το 40% της μεταποιητικής δραστηριότητας.
Είναι εθνικό θέμα λοιπόν και αφορά την ίδια την εθνική μας οικονομία την απασχόληση, την συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο και την προστασία του περιβάλλοντος.
Συνεπώς δεν προσφέρεται για μικροκομματική εκμετάλλευση , ούτε όμως για αφορισμούς και συκοφάντηση του δίκαιου αγώνα των αγροτών.
Το γεγονός ότι επί σειρά ετών για κάποιους μεγαλοκαλλιεργητές , υπήρξε θεσμοθετημένη δυνατότητα για να φοροδιαφεύγουν δεν σημαίνει ότι όλοι οι αγρότες διαθέτουν φορολογητέα ύλη.
Άλλωστε οι αγρότες που βρίσκονται στους δρόμους και διαμαρτύρονται δεν είναι αντίθετοι στη δίκαιη φορολόγηση του αγροτικού εισοδήματος.
Ζητούν όμως να έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις με τους συναδέλφους τους στην Ε.Ε. και να λαμβάνονται υπ΄όψη οι παγκοσμίως παραδεκτές ιδιαιτερότητες , ώστε οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις να καταταγούν στον επιχειρηματικό κλάδο και όχι να φορολογούνται ως επιτηδευματίες.
Είναι αλήθεια για μια βιώσιμη λύση στο αγροτικό ζήτημα , χρειαζόμαστε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Απαιτείται ένας νέος στρατηγικός σχεδιασμός για την ελληνική γεωργία σε συνεργασία και διαβούλευση με τους θεσμικούς παράγοντες τους επιστημονικούς φορείς και τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας.
Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα , επιβάλλουν άμεσα την έναρξη ενός ουσιαστικού δημοκρατικού διαλόγου με τους αγρότες, ώστε να προωθήσουν μία ασφαλιστική και φορολογική πολιτική που να συμβαδίζει με την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα. Να δοθούν λύσεις στα οξυμένα προβλήματα των αγροτών μέσα από ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης του αγροτικού τομέα για μια σύγχρονη και ανταγωνιστική γεωργία και κτηνοτροφία.
*Επικεφαλής της Παράταξης «Δημοκρατική Πελοπόννησος» – πρ. Αντιπεριφερειάρχης ΠΕ Μεσσηνίας