Ηχηρή προειδοποίηση για τις βαρύτατες συνέπειες που μπορεί να έχει η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγηση απευθύνει προς την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή με την τριμηνιαία έκθεσή του που δημοσιεύεται σήμερα, μια ημέρα μετά το ναυάγιο στο Eurogroup.
Το γραφείο προϋπολογισμού σημαίνει συναγερμό για το ενδεχόμενο η χώρα να βρεθεί μετέωρη όχι μόνο χωρίς χρήματα από το πρόγραμμα, αλλά και ενώπιον του διλήμματος να διαπραγματευτεί ένα νέο σκληρότερο μνημόνιο χρηματοδότησης με τον ESM αν δεν καταφέρει να βγει στις αγορές το 2018, το οποίο αν δεν εξασφαλιστεί, θα οδηγήσει πλέον με βεβαιότητα στη χρεοκοπία και τη δραχμή με αποτέλεσμα την κατάρρευση της χώρας.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η ελληνική οικονομία θα δοκιμαστεί στα όρια της αντοχής της με μια ακόμα απότομη οικονομική διαταραχή («σοκ») που θα μπορούσε να προέλθει από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους (ΕΜΣ και ΕΚΤ) ή από μια ανοιχτή πλέον σύγκρουση ΕΕ και ΔΝΤ με αποτέλεσμα την αποχώρηση του τελευταίου χωρίς εναλλακτικό σχέδιο συνέχισης του προγράμματος.
«Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό», επισημαίνει στην έκθεσή του το Γραφείο. Όπως λέει, «αν τελικά δεν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μεγέθυνση 2,7% (λόγω των πολλαπλών αβεβαιοτήτων) και τελικά προκύψει ρυθμός μεγέθυνσης 1% με 1,5% το 2017 (όπως π.χ. ΟΟΣΑ: 1,3%, Πανεπιστήμιο Αθηνών- Intelligent Deep Analysis: 1,01%), αυτό σε απόλυτα μεγέθη θα σημαίνει, κατ’ αρχάς, μια απώλεια €2,2 έως €3,1 δισ. για την ελληνική οικονομία μόνο για το τρέχον έτος σε σχέση με το στόχο (σταθερές τιμές 2010). Το χειρότερο είναι ότι η επιβράδυνση θα συμπαρασύρει και άλλα μεγέθη π.χ. φόρους. Έτσι διαγράφεται η απειλή νέων φαύλων κύκλων και μιας μακροχρόνιας στασιμότητας».
Τι προβλέπουμε μετά από όλα αυτά; Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα λείψουν οι τριβές και μάχες οπισθοφυλακής το 2017 και οι επίσημες προσδοκίες για την ανάπτυξη θα τεθούν σε δοκιμασία. Αλλά το Μνημόνιο μάλλον θα συνεχίσει να εφαρμόζεται γιατί ευνοείται μεταξύ άλλων και από το γεγονός ότι ουδείς εκ των ιθυνόντων σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιθυμεί να σκάσει η βόμβα της χρεοκοπίας στα χέρια του.
Δεν τελειώνουν οι προκλήσεις με την 2η αξιολόγηση
Στην έκθεση αναφέρεται πως ακόμη και αν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση δεν τελειώνει το μονοπάτι εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (=Μνημονίου) και η ομαλή εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων της τρέχουσας δανειακής σύμβασης για τους εξής λόγους:
– Πρώτον, θα χρειασθεί χρόνος για την πλήρη εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και των τυχόν εκκρεμοτήτων που θα μεταφερθούν στο επόμενο στάδιο.
– Δεύτερον, ακολουθεί αμέσως μετά τη δεύτερη, η τρίτη αξιολόγηση προόδου, που αν ερμηνεύσουμε το Μνημόνιο κατά γράμμα και μετά τις καθυστερήσεις των προηγούμενων θα πρέπει να τελειώσει σε ασφυκτικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Αυτό σημαίνει πιθανόν ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων.
«Ελπίζουμε ότι ακόμα και αν καθυστερήσει η τρίτη αξιολόγηση δεν θα συμβεί το ίδιο με την εκταμίευση των δόσεων ώστε να καλύψει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας που το 2017 (α΄ ως δ΄ τρίμηνο) θα ανέλθουν σε € 16,2 δισ. – αν όλα πάνε καλά. Μόνο το 2018 οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι μικρότερες (περίπου € 5,2 δισ.) και επομένως μικρότερη η εξάρτηση από τα διακρατικά δάνεια» σημειώνεται.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, οι χρηματοδοτικές ανάγκες μπορεί να αποδειχθούν μεγαλύτερες αν δεν επιτευχθούν διάφοροι στόχοι του προγράμματος όπως είναι τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις για το 2017 (€ 2,044 δισ.) και η μείωση των οφειλών των ιδιωτών προς το Δημόσιο.
«Τέταρτο Μνημόνιο»;
Η Ελλάδα μετά το 2018 θα χρειαστεί δάνεια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της μετέπειτα περιόδου διαφορετικά οδηγείται σε διακοπή της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της. Αυτά μπορούν να εξευρεθούν είτε από τις αγορές, εφόσον έχει καταφέρει να βγει σε αυτές, είτε από τον ΕΜΣ. Και αυτό το γεγονός αποτελεί πεδίο που δυσκολεύει και το κλείσιμο της αξιολόγησης λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων μεταξύ ΔΝΤ, Ε.Ε και ελληνικής κυβέρνησης.
Προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο (=πρόγραμμα προσαρμογής).
Αλλά οι δυσκολίες έγκρισης ενός νέου προγράμματος από τους εταίρους που θα βρίσκονται υπό ση-μαντικές πολιτικές πιέσεις καθιστά επίφοβους τους όρους που θα το συνοδεύουν.
Αν δεν υπάρξει συμφωνία με τον ΕΜΣ (που σημειωτέον είναι διακυβερνητικό όργανο και όχι όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ή χρηματοδότηση μέσω εξόδου στις αγορές, τότε η πτώχευση θα είναι αναπόφευκτη με πιθανότατη συνέπεια την έξοδο από το Ευρώ. Τα πιθανά προβλήματα που θέτει μια πτώχευση είναι προβλέψιμα – νέα καταβύθιση της παραγωγής, τραπεζική κρίση, διακοπή των εισροών από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, αβεβαιότητα και στην περίπτωση εξόδου από το κοινό νόμισμα, υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, έντονες τάσεις για σπιράλ πληθωρισμού και υποτιμήσεων που θα απαιτούν μία εξαιρετικά περιοριστική νομισματική πολιτική, κλπ και με το εξωτερικό, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να επικρέμαται απειλητικό ως «δαμόκλειος σπάθη». Αλλά, η καθαρά οικονομική ανάλυση υποκρύπτει το σπουδαιότερο ίσως, ότι μετά από πτώχευση και έξοδο από τη ζώνη του Ευρώ θα εκλείψει ο «αυτοπεριορισμός» της ελληνικής πολιτικής εντός και μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος με τους κανόνες του (και τις ευκαιρίες).
Η όποια κυβέρνηση τότε θα «παραδέρνει» στη θάλασσα του διεκδικητισμού κατακερματισμένων συμφερόντων και της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών σε ένα σχεδόν σίγουρα κατακερματισμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο το οποίο θα αναζητά τη συγκρότηση μίας νέας ταυτότητας στο διεθνές περιβάλλον από χειρότερες θέσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας.
Συνολική αποτίμηση του Γραφείου
Ακόμα και η επίτευξη πιο αισιόδοξων προβλέψεων για ρυθμό μεγέθυνσης 0,1% δεν ικανοποιεί βεβαίως, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι τέλειωσε το όγδοο έτος της κρίσης. Αλλά πάντως θα ήταν μία θετική εξέλιξη. Το ερώτημα παραμένει αν έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια ισχυρή ανάκαμψη (όπως ελπίζει η κυβέρνηση και όλοι μας) και μάλιστα σε βάθος χρόνου («διατηρήσιμη ανάκαμψη»). Κατά τη γνώμη μας, τα δεδομένα δείχνουν ότι δεν έχουν δημιουργηθεί τέτοιες προϋποθέσεις.33 Και δεν έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα ποιοι εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες ελπίζουμε ότι θα δώσουν τέτοια ώθηση. Κατά τη γνώμη μας, μόνο μια γενναία μεταρρυθμιστική προσπάθεια που θα δημιουργεί το κατάλληλο οικονομικό, επιχειρηματικό και κοινωνικό περιβάλλον θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία αυτών των προϋποθέσεων και δημιουργεί τη δυνατότητα ανοδικής πορείας για τη χώρα.
πηγή: liberal.gr