Μόλις το 27% της ελληνικής παραγωγής ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο τυποποίησης

Την αδυναμία εκμετάλλευσης του εθνικού μας πλούτου -που στη συγκεκριμένη περίπτωση ακούει στο όνομα «ελαιόλαδο»- καταδεικνύει νέα έρευνα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στη Ρώμη.

Παρά το γεγονός της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης, το μερίδιο του ελληνικού τυποποιημένου ελαιολάδου παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν στην «ΥΧ» εκπρόσωποι του κλάδου, εάν με κάποιο τρόπο δεν αλλάξει κάτι, η Ελλάδα σε λίγα χρόνια δεν θα έχει να ανταγωνιστεί μόνο Ιταλία και Ισπανία, αλλά και άλλες χώρες που εισέρχονται δυναμικά στις διεθνείς αγορές, όπως είναι η Τυνησία, η Πορτογαλία, το Μαρόκο και η Τουρκία.

Αν και οι αιτίες για την κατάσταση αυτή είναι γνωστές εδώ και χρόνια, θεραπεία μέχρι στιγμής δεν υπάρχει. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της βέλτιστης ποιότητας του ελληνικού ελαιολάδου χάνεται είτε στα βυτιοφόρα, που το μεταφέρουν χύμα στην Ιταλία, προκειμένου να τυποποιηθεί από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη γείτονα και να επανεξαχθεί σε άλλες χώρες ως ιταλικό, είτε στους κλασικούς ντενεκέδες που κατακλύζουν τα ελληνικά νοικοκυριά.

Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, η απώλεια για την ελληνική οικονομία είναι προφανής, από τις τιμές του χύμα και του τυποποιημένου προϊόντος. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν δύο ακόμη αιτίες: Πρώτον, η κατακερματισμένη δομή του ελληνικού κλάδου ελαιοπαραγωγής και δεύτερον, ο χαμηλός βαθμός τεχνολογικής εξέλιξης και κυρίως το υψηλό ποσοστό μικρών (και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικών) ελαιοτριβείων. Ας σημειωθεί εδώ, ότι το 80% των ελαιοτριβείων στην Ισπανία είναι τελευταίας τεχνολογίας, καθώς, στη χώρα, μεγάλο μέρος των κοινοτικών επιδοτήσεων επενδύθηκε στον εκσυγχρονισμό των ελαιοτριβείων. Η απουσία των παραπάνω παραγόντων στην Ελλάδα έχει ως συνέπεια ακόμη και τα προϊόντα που κατάφεραν να βρουν μια θέση στα ράφια των καταστημάτων του εξωτερικού, να τη διατηρούν μόλις για 1-2 χρόνια.

Τα αποτελέσματα της μελέτης

Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρει η μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στη Ρώμη (σ.σ. η οποία έχει κάνει χρήση και στοιχείων της μελέτης που λίγους μήνες πριν εκπόνησε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), μόλις το 27% της ελληνικής παραγωγής ελαιολάδου φτάνει το στάδιο σήμανσης/επωνυμίας, συγκριτικά με το 50% της Ισπανίας και το 80% της Ιταλίας, ενώ το υπόλοιπο 70% εξάγεται σε χύμα μορφή κυρίως προς την Ιταλία, η οποία το συσκευάζει και το επανεξάγει.

Μερίδιο αγοράς

«Εν κατακλείδι, παρατηρούμε ότι η διεθνής αγορά ελαιολάδου, την τελευταία τριετία βαίνει αύξουσα (+30% το διάστημα 2013-2015), με την Ιταλία να βρίσκεται στην 1η θέση των εισαγωγών στην ΕΕ, με συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση από τη διεθνή αγορά (+52% το διάστημα 2013-2015). Η Ελλάδα, ως πλεονασματική χώρα στην αγορά του ελαιολάδου, καταλαμβάνει την 4η θέση παγκοσμίως και την 3η στην ΕΕ, με αξία εξαγωγών μεγαλύτερη από 600 εκατ. ευρώ (2015)».

Επιπλέον, στην έρευνα τονίζεται ότι η διεθνής αγορά λαδιού διακρίνεται από μέτρια συγκέντρωση, ενώ περίπου το 91% των συνολικών εξαγωγών λαδιού διεθνώς καλύπτεται από 5 μόλις χώρες, με ηγέτιδα την Ισπανία. Μέσα σε αυτές ανήκει και η Ελλάδα, με μερίδιο αγοράς 9,6%. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός, καταναλωτής και εξαγωγέας ελαιόλαδου. Την τελευταία πενταετία (2010/11-2014/15), η ΕΕ παρήγαγε το 69%, κατανάλωσε το 57% και εξήγαγε το 65% του ελαιόλαδου στον κόσμο. Τέλος, σημειώνεται πως «ενώ οι τιμές των παραγωγών της Ιταλίας είναι υψηλότερες για όλο το διάστημα 2009-2015 σε σχέση με αυτές της Ισπανίας, της Ελλάδας και της Τυνησίας. Σχετικά με την Ελλάδα, από το 2012 και έπειτα παρατηρείται μια γενικότερη αύξηση των τιμών, αλλά όχι ραγδαία. Από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο του 2015 φαίνεται μια μικρή αυξομείωση, η οποία όμως δεν επηρεάζει την ευρύτερη ανοδική τάση».

Παράδειγμα προς μίμηση το ιταλικό μοντέλο

Αυτό που συστήνουν οι εμπλεκόμενοι στον ελαιοκομικό τομέα, αλλά και οι μελέτες φορέων που αναφέρονται στην αγορά του ελαιολάδου, είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ακολουθήσει το ιταλικό μοντέλο ανάπτυξης του κλάδου, το οποίο στηρίζεται στην ύπαρξη καθετοποιημένων μονάδων που παράγουν διαφοροποιημένα και υψηλής ποιότητας τυποποιημένα προϊόντα. Παράλληλα, συστήνει την «εκπαίδευση» των καταναλωτών εντός και εκτός συνόρων για τα πλεονεκτήματα του έξτρα παρθένου ελαιολάδου.

Στην Ελλάδα, λόγω και της κρίσης, αλλά και της διάδοσης του λεγόμενου «γρήγορου» φαγητού, η κατανάλωση ελαιολάδου έχει υποχωρήσει στα 16 κιλά/κεφαλή ετησίως το 2014, από 20 κιλά/κεφαλή το 1990. Σύμφωνα με την μελέτη του γραφείου ΟΕΥ της Ρώμης, όμως, παρόλο που η Ελλάδα στην κατανάλωση λαδιού παρουσιάζει πτωτική πορεία, εξακολουθεί να ηγείται στην κατά κεφαλήν κατανάλωση με 16,3kg, ενώ ακολουθούν η Ισπανία (10,4kg), η Ιταλία (9,2kg) και η Πορτογαλία (7,1kg). Αμέσως μετά έπονται το Λουξεμβούργο και η Κύπρος με 5,5 και 5,3kg αντίστοιχα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το Λουξεμβούργο έχει περισσότερους καταναλωτές από κατοίκους, διότι μέρος του τζίρου των σούπερ μάρκετ πραγματοποιείται από καταναλωτές των γειτονικών χωρών.

Πηγή: ypaithros.gr