Θυρεοειδής: Πως επηρεάζει τη γονιμότητα

Η καλή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα είναι απαραίτητη για τη γονιμότητα, την ικανότητα σύλληψης και τη διατήρηση της εγκυμοσύνης, και οι διαταραχές της μπορεί να ευθύνονται για πολλά περιστατικά ανεξήγητης υπογονιμότητας.

Τα υπάρχοντα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ο έλεγχος του θυρεοειδούς είναι απαραίτητος στις γυναίκες, ειδικά όταν προσπαθούν ανεπιτυχώς επί μήνες να μείνουν έγκυοι, έχουν δύο ή περισσότερες αποβολές νωρίς στην εγκυμοσύνη, έχουν ακανόνιστο έμμηνο κύκλο ή/και έχουν οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδοπαθειών ή αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1.

«Εδώ και δύο δεκαετίες έχουμε παρατηρήσει ότι υπάρχει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στον υποθυρεοειδισμό και τον υπερθυρεοειδισμό με την υπογονιμότητα και τις ανεπιθύμητες εκβάσεις της εγκυμοσύνης όπως η αποβολή», λέει ο  μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ (www.gynecologie.gr).  «Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο συνιστάται έλεγχος των ορμονών του αδένα, όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι δυσλειτουργεί».

Ο θυρεοειδής αδένας βρίσκεται κοντά στο πρόσθιο τμήμα του λαιμού, λίγο κάτω από τις φωνητικές χορδές και πάνω από τις κλείδες. Ο οργανισμός βασίζεται στις ορμόνες που αυτός παράγει για να ρυθμίζει πολλές λειτουργίες του, μεταξύ των οποίων ο μεταβολισμός, τα επίπεδα ασβεστίου, η παραγωγή ενέργειας, η καύση του λίπους, η χρήση οξυγόνου, η ορμονική ισορροπία και η διατήρηση του σωματικού βάρους.

Ο θυρεοειδής αδένας παράγει τρεις ορμόνες: την θυροξίνη ή τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4), την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) και την την καλσιτονίνη. Οι δύο πρώτες ρυθμίζουν τον μεταβολισμό όλων των ιστών, ενώ η καλσιτονίνη ελαττώνει τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα.

Η σύνθεση και η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) που παράγεται στην υπόφυση του εγκεφάλου και η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την έκκριση της θυρεοεκλυτικής ορμόνης (TRH) που παράγεται στον υποθάλαμό του.

«Η ομαλή λειτουργία του θυρεοειδούς μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η έκθεση σε τοξικούς παράγοντες του περιβάλλοντος (π.χ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, χημικά, φυτοφάρμακα, βαρέα μέταλλα όπως ο υδράργυρος κ.λπ.), η γενετική προδιάθεση, το έντονο στρες, διάφορες ανεπάρκειες σε θρεπτικά συστατικά, αυτοάνοσα νοσήματα, λοιμώξεις και άλλες ορμονικές δυσλειτουργίες (π.χ. υψηλά επίπεδα προλακτίνης στο αίμα)», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Επειδή οι θυρεοειδικές ορμόνες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του οργανισμού, οποιαδήποτε παρέκκλιση στη λειτουργία του θυρεοειδούς έχει σοβαρές συνέπειες στην αναπαραγωγική λειτουργία.

Στην περίπτωση του υπερθυρεοειδισμού, ο θυρεοειδής παράγει υπερβολικά πολλές ορμόνες, με συνέπεια ο οργανισμός να χρησιμοποιεί πολύ γρήγορα την ενέργειά του. Υπολογίζεται ότι περισσότερο από το 1% του πληθυσμού πάσχει από αυτόν, με τις γυναίκες ασθενείς να είναι δύο έως δέκα φορές περισσότερες από τους άνδρες. Αν και ο υπερθυρεοειδισμός είναι συχνότερος στις ηλικίες άνω των 60 ετών, μπορεί να εκδηλωθεί και σε αναπαραγωγική ηλικία.

Η πιο συχνή αιτία υπερθυρεοειδισμού είναι μία διαταραχή γνωστή ως νόσος Graves, η οποία προσβάλλει συνήθως γυναίκες ηλικίας 20-40 ετών. Η νόσος προκαλεί συμπτώματα όπως δυσκολίες στον ύπνο, τρέμουλο των χεριών, εύθραυστα μαλλιά και απώλεια βάρους, ενώ ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα στα προχωρημένα στάδια είναι ο εξόφθαλμος (τα μάτια προεξέχουν από τις οφθαλμικές κόγχες).

Η νόσος Graves μπορεί να προκαλέσει ακανόνιστη έμμηνο ρύση στις γυναίκες και μειωμένη παραγωγή σπερματοζωαρίων στον άνδρα, με τελικό επακόλουθο την υπογονιμότητα.

Τα καλά νέα είναι ότι με μια απλή εξέταση αίματος μπορούν να ελεγχθούν τα επίπεδα των ορμονών, να γίνει γρήγορη διάγνωση και να αρχίσει αμέσως η απαιτούμενη θεραπεία, που τυπικά περιλαμβάνει αντιθυρεοειδικά φάρμακα.

Στα ήπια περιστατικά, η αγωγή συνήθως επαναφέρει τα ορμονικά επίπεδα στο φυσιολογικό και έτσι διευκολύνεται η επίτευξη εγκυμοσύνης. Για τα πιο προχωρημένα περιστατικά μπορεί να χρειασθούν θεραπείες, όπως το ραδιενεργό ιώδιο ή οι εγχειρήσεις.

Υπερθυρεοειδισμός μπορεί επίσης να προκληθεί από όζους στον θυρεοειδή, καθώς και από την υπερβολική χορήγηση φαρμάκων για την θεραπεία του υποθυρεοειδισμού.

Ο υποθυρεοειδισμός προσβάλλει το περίπου 0,5% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και χαρακτηρίζεται από μειωμένη παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. Η συχνότερη αιτία του είναι η θυρεοειδίτιδα (είναι φλεγμονή στον θυρεοειδή), ο πιο συχνός τύπος της οποίας είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Στα πιθανά συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού συμπεριλαμβάνονται κόπωση, αύξηση του σωματικού βάρους, μειωμένη όρεξη, απώλεια ερωτικής επιθυμίας, εύθραυστα νύχια, τριχόπτωση κ.λπ.

Όταν ο υποθυρεοειδισμός εκδηλωθεί σε παιδική ή εφηβική ηλικία σχετίζεται με καθυστερήσεις στην ηλικία της σεξουαλικής ωρίμανσης, ενώ στην ενήλικη ζωή σχετίζεται με εμμηνορροϊκά προβλήματα και μερικές φορές απουσία ωορρηξίας, όπως έδειξε και πρόσφατη βρετανική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Αναπαραγωγικής Ιατρικής του Μπρίστολ στο Νοσοκομείο Southmead της ομώνυμης αγγλικής πόλης.

Ο υποθυρεοειδισμός σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων στην εγκυμοσύνη, όπως η αποβολή, η προεκλαμψία (χαρακτηρίζεται από αυξημένη αρτηριακή πίεση της μητέρας), μειωμένη εμβρυϊκή ανάπτυξη, πρόωρο τοκετό και θνησιγένεια.

Ωστόσο «με την προσεκτική παρακολούθηση και τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων, οι κίνδυνοι αυτοί μπορεί να περιοριστούν σημαντικά», υπογραμμίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Επειδή τα προβλήματα του θυρεοειδούς είναι συχνά στις νεαρές και κατά τα άλλα υγιείς γυναίκες, συνιστάται ο προληπτικός έλεγχός του σε όλες τις γυναίκες με υπογονιμότητα ή επαναλαμβανόμενες αποβολές, καταλήγει.