Η αθηναϊκή συμμαχία μετατράπηκε σε ηγεμονία, μας υπενθυμίζει ο Θουκυδίδης αιώνες πριν προσεγγίζοντας την έννοια και το ρόλο της μεγάλης δύναμης στην αρχαιότητα. Τούτο ισχύει και για τους δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ελλάδα, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αυτό που ιστορικά διέπει τη σχέση του δυνατού με τον αδύναμο. Ο πρώτος από θέση ισχύος επιβάλλει τη θέληση του, ενώ ο δεύτερος αποδέχεται ό,τι του ζητούν και μάλιστα κάποιες φορές προσφέρει περισσότερα για να αποδείξει πόσο πιστός και υπάκουος σύμμαχος είναι. Στα ανταλλάγματα μια δήλωση συμπόνιας και λίγα ψίχουλα για τα οποία ο ανίσχυρος πανηγυρίζει.
Αυτό συνέβη και στο τελευταίο ταξίδι του κ. Τσίπρα. Κάποιοι αναλυτές, πριν ακόμη πραγματοποιηθεί, προεξοφλούσαν την επιτυχία του. Δεν είναι δα και μικρό πράγμα να συναντιέσαι με τον πλανητάρχη. Πόσω μάλλον, όταν ολοκληρώθηκε. Στο Μαξίμου θριαμβολογούν, γιατί υποτίθεται ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ανέβηκαν επίπεδα και η χώρα ενίσχυσε τη θέση της στο διεθνή χώρο και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Σχεδόν καθημερινά σχολιαστές στα κρατικά ΜΜΕ εκθειάζουν τη διπλωματία της ελληνικής κυβέρνησης και το ρεαλισμό του πρωθυπουργού.
Αλήθεια από πού προκύπτουν τα παραπάνω; Μάλλον «ξέχασαν» γρήγορα ότι ο κ. Τραμπ εμφανώς ικανοποιημένος ξεκίνησε τις δηλώσεις του αμέσως μετά τη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα κάνοντας αναφορά στην άνοδο του χρηματιστηρίου και στη συμφωνία για την αναβάθμιση των F16. Μια απόφαση η οποία θα στοιχίσει στη χώρα 2,4 δισ. σε μια περίοδο που, όπως είπε ο κ. Φίλης, δεν υπάρχουν χρήματα για την αγορά ανταλλακτικών για τα πυροσβεστικά και τα ασθενοφόρα. Η κυβέρνηση κάνει τις επιλογές της και ιεραρχεί προτεραιότητες για να ικανοποιήσει τον αμερικανικό παράγοντα και όχι για να ανακουφίσει, έστω προσωρινά, μέρος της κοινωνίας που εξαθλιώθηκε από τις μνημονιακές πολιτικές. Επιπλέον, αξιολογούνται ως πολύ σημαντικά γεγονότα η αναβάθμιση της βάσης στη Σούδα, η πιθανολογούμενη μεταφορά των δραστηριοτήτων της βάσης του Ιντσιρλίκ και η φημολογούμενη δημιουργία μιας νέας βάσης στη νότια Κρήτη. Το πάρτε ό,τι θέλετε και η μεγαλύτερη υποτέλεια, η οποία θα εμπλέξει τη χώρα στους πολεμικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, θεωρείται ότι μας δίνει πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Αποσιωπάται, βεβαίως, ότι η ισορροπία και η πολιτική των ίσων αποστάσεων που ακολουθεί η Αμερική στο Αιγαίο δεν πρόκειται να μεταβληθεί σε βάρος της γειτονικής χώρας για πολλούς λόγους (γεωπολιτική θέση στον ισλαμικό κόσμο, μεγάλη δύναμη στο ΝΑΤΟ, τεράστια εμπορική αγορά κ.ά.) . Αυτό, εξάλλου, φάνηκε και από τις δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος δεν έκανε καμιά ουσιαστική αναφορά σε Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό. Πού βρίσκεται, επομένως, η επιτυχία; Στο γεγονός ότι η Κρήτη μετατρέπεται σε ένα αεροπλανοφόρο του 6ου στόλου και η χώρα σε ένα πολεμικό εξάρτημα των ΗΠΑ; Ας μας πουν, εν πάση περιπτώσει, οι πανηγυρίζοντες ποια χώρα και πότε έφτασε στην πρόοδο και την ευημερία ακολουθώντας το δρόμο της υποταγής και της υποτέλειας.
Μέσα σ’ αυτό το νέο πλαίσιο που σιγά-σιγά διαμορφώνεται η Αριστερά αλλά και κάθε προοδευτικός άνθρωπος χρειάζεται να τραβήξει μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή και να κάνει σαφές ότι δεν μπορεί να μοιράζεται τις ίδιες αξίες με τον κ. Τραμπ, ο οποίος είναι γνωστός για τις ρατσιστικές και ακραίες θέσεις του. Σε μια εποχή που προσπαθούν να μας πείσουν ότι η εγκατάλειψη θεμελιωδών προγραμματικών δεσμεύσεων και η realpolitik αποτελούν τη μοναδική λύση, οι αριστερές φωνές πρέπει να προβάλλουν ξανά επιτακτικά στρατηγικά αιτήματα, όπως η αποδέσμευση της χώρας από το ΝΑΤΟ, το κλείσιμο των βάσεων, η απεμπλοκή της Ελλάδας από τις κατακτητικές επιδιώξεις των ΗΠΑ κ.ά. Τέλος, ας γίνει σαφές ότι η «Αριστερά» του ρεαλισμού, η οποία βαφτίζει την υποτέλεια επιτυχία, απλώς δεν είναι Αριστερά.
Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 6ο Λύκειο Καλαμάτας