Μετά τη διάγνωση του καρκίνου του νεφρού, ένα από τα πρώτα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει ο γιατρός είναι αν θα μπορέσει να τον αντιμετωπίσει χειρουργικά. Και αν ναι, πόσο εφικτό είναι να σώσει το νεφρό του ασθενούς.
Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι τυχαία. «Η χειρουργική αντιμετώπιση ήταν και παραμένει η κύρια θεραπεία για τον καρκίνο του νεφρού, δεδομένου ότι συνοδεύεται από την καλύτερη πρόγνωση», λέει ο χειρουργός-ουρολόγος Δρ. Ηρακλής Πούλιας, τ. πρόεδρος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας. «Ακόμα και μερικοί ασθενείς των οποίων ο καρκίνος είναι μεταστατικός μπορεί να ωφεληθούν αν χειρουργηθούν. Μερικές φορές, π.χ., βελτιώνεται η πρόγνωσή τους, ενώ άλλες καταπραΰνονται συμπτώματα όπως ο πόνος και η αιμορραγία».
Ωστόσο η χειρουργική επέμβαση δεν είναι πάντοτε εφικτή. Ούτε γίνεται μόνο με έναν τρόπο. «Αναλόγως με το στάδιο της νόσου, το μέγεθος του όγκου, τη θέση του εντός του νεφρού και ορισμένους άλλους παράγοντες, λαμβάνεται απόφαση για την έκταση της επέμβασης», εξηγεί ο Δρ. Πούλιας. «Έτσι, μπορεί να αφαιρεθεί ολόκληρος ο νεφρός με μία επέμβαση που ονομάζεται ριζική νεφρεκτομή. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να απαιτηθεί αφαίρεση και του σύστοιχου επινεφριδίου (είναι ο μικρός αδένας που βρίσκεται πάνω από κάθε νεφρό) αν έχει προσβληθεί, αλλά και του λιπώδους ιστού γύρω από το νεφρό. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, αφαιρείται μόνο ο όγκος μαζί με μικρό τμήμα του παρακείμενου νεφρικού ιστού. Η επέμβαση αυτή λέγεται μερική νεφρεκτομή και κερδίζει συνεχώς έδαφος στην αντιμετώπιση του καρκίνου του νεφρού».
Η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει και με ένα νεφρό. Ωστόσο οι χειρουργοί ουρολόγοι προσπαθούν να διασώσουν το προσβεβλημένο νεφρό διότι πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η επέμβαση αυτή έχει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα. Μάλιστα στα μεγαλύτερα χειρουργικά κέντρα των ΗΠΑ, του Καναδά και της Ευρώπης το σχεδόν 90% των εγχειρήσεων για καρκίνο του νεφρού γίνονται πλέον με μερική νεφρεκτομή.
«Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της μερικής νεφρεκτομής είναι ότι έχει εφάμιλλα ποσοστά επιτυχίας με την ολική αφαίρεση του νεφρού, δίχως να στερείται εντελώς ο ασθενής το νεφρό του», λέει ο Δρ. Πούλιας. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι ο καρκίνος του νεφρού κατά κανόνα παρατηρείται σε ηλικιωμένους ανθρώπους και η νεφρική λειτουργία εκ φύσεως φθίνει με την ηλικία. Όταν λοιπόν ένας ηλικιωμένος αντί να έχει ένα νεφρό, έχει π.χ. ενάμιση, είναι λιγότερο πιθανό να εκδηλώσει χρόνια νεφρική νόσο, η οποία παρατηρείται πιο συχνά με την ολική νεφρεκτομή».
Το γεγονός αυτό καθίσταται ακόμα πιο σημαντικό, εάν αναλογιστεί κανείς ότι στις μεγάλες ηλικίες είναι πιθανότερο να πάσχει ο ασθενής από νοσήματα, όπως η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης. Τα νοσήματα αυτά επιβαρύνουν περαιτέρω τη νεφρική λειτουργία και αποτελούν κύριους παράγοντες κινδύνου για χρόνια νεφρική νόσο.
Ένας από τους 10 συχνότερους καρκίνους
Ο καρκίνος του νεφρού είναι ένας από τους 10 συχνότερους καρκίνους. Σύμφωνα με την παγκόσμια έρευνα «Global Burden of Disease Study», προσβάλλει κάθε χρόνο 425.000 ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν ηλικία άνω των 65 ετών, ενώ ελάχιστοι είναι κάτω των 45 ετών.
Ανάμεσα σε αυτούς τους ασθενείς συμπεριλαμβάνονται περίπου 1.100 άτομα που νοσούν ετησίως στη χώρα μας. Η πλειονότητά τους (πάνω από 700 απ’ όσους διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο) είναι άνδρες.
Επιπλέον, σχεδόν 600 Έλληνες πεθαίνουν κάθε χρόνο από καρκίνο του νεφρού, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Οι περισσότεροι από αυτούς (οι 390 για το 2016) είναι άνδρες.
Οι καπνιστές και τα παχύσαρκα άτομα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν νεφρικό καρκίνο. Η παχυσαρκία, π.χ., διπλασιάζει τον κίνδυνο, σε σύγκριση με τους ανθρώπους που έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος.
Το ενδιαφέρον με τον καρκίνο του νεφρού είναι ότι συνήθως γίνεται αντιληπτός τυχαία και συχνά σε αρχικό έως μέτριο στάδιο, όταν ακόμα μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Έτσι, παρότι ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται σταδιακά, η θνητότητα μειώνεται.
«Οι όγκοι που ανακαλύπτουμε συνήθως είναι μικροί, με διάμετρο κάτω από 4 εκατοστά», λέει ο Δρ. Πούλιας. «Οι όγκοι αυτοί συνήθως αναπτύσσονται βραδέως και δεν προκαλούν συμπτώματα, γι’ αυτό και συχνά τους ανακαλύπτουμε κατά τύχη στο πλαίσιο ενός τσεκάπ που συμπεριλαμβάνει ένα απλό υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας».
Ενδείξεις και αντενδείξεις
Η συχνότερη μορφή καρκίνου του νεφρού είναι το νεφροκυτταρικό καρκίνωμα, που αντιπροσωπεύει το 85% των κρουσμάτων του. Υπολογίζεται ότι ποσοστό 40-60% των κρουσμάτων του ανιχνεύονται όταν οι όγκοι έχουν μέγεθος κάτω από 4 εκατοστά.
«Το μέγεθος αυτό είναι ιδανικό για να κάνουμε μερική νεφρεκτομή», συνεχίζει ο ειδικός. «Ωστόσο, τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι με τη μερική νεφρεκτομή μπορούμε να αφαιρούμε με ασφάλεια ακόμα και όγκους που έχουν μέγεθος έως 7 εκατοστά, αρκεί να βρίσκονται στο κατάλληλο σημείο και να ισχύουν ορισμένες ακόμα προϋποθέσεις».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η μερική νεφρεκτομή μπορεί να μην είναι κατάλληλη όταν ο όγκος βρίσκεται στο μέσο του νεφρού, όταν ο ασθενής έχει περισσότερους από έναν όγκους στο ίδιο νεφρό ή όταν ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στους λεμφαδένες ή σε απομακρυσμένα όργανα του σώματος.
Δεν είναι επίσης κατάλληλη όταν ο όγκος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του νεφρού. Σε τέτοιες περιπτώσεις προτιμότερη μπορεί να είναι η ριζική νεφρεκτομή, η οποία όμως αυξάνει τον κίνδυνο χρόνιας νεφρικής νόσου και καρδιαγγειακών προβλημάτων.
«Η μερική νεφρεκτομή είναι μία πολύπλοκη χειρουργική επέμβαση, πολύ πιο απαιτητική απ’ ό,τι η αφαίρεση ολόκληρου του νεφρού», τονίζει ο Δρ. Πούλιας. Εκτελείται με ανοιχτή χειρουργική τεχνική ή με τη βοήθεια ελάχιστα επεμβατικών λαπαροσκοπικών και ρομποτικά υποβοηθούμενων τεχνικών. Οι τεχνικές αυτές είναι πιο εύκολες για τον ασθενή και τυπικά συνοδεύονται από βραχύτερη νοσηλεία στο νοσοκομείο και ταχύτερη ανάρρωση. Εντούτοις, ο χειρουργός πρέπει να έχει μεγάλη δεξιότητα στη διενέργειά τους, ενώ η εμπειρία του αποτελεί σημαντικό παράγοντα επιτυχούς έκβασης».
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασθενής δεν μπορεί να υποβληθεί σε χειρουργική θεραπεία για οποιονδήποτε λόγο, εφαρμόζονται τεχνικές καταστροφής του όγκου. Μπορεί, π.χ., να εκτελεστεί παρακέντηση του όγκου και εφαρμογή ψύξης μέσω ειδικών βελονών (η μέθοδος ονομάζεται κρυοθεραπεία) ή εφαρμογή ραδιοσυχνοτήτων.