Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
Εάν η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο ‘Πρωινό Άστρο’ ενσωματώνει την μορφή ενός αφιερώματος στη νεογέννητη κόρη του Έρη, τότε, δύναται να αναφερθεί ό,τι το ‘Γράμμα στη Μητέρα’ διακρατεί τα στοιχεία ενός ποιητικού λόγου που εκδιπλώνεται ενώπιον του αναγνώστη τείνοντας στη διαρκή ανα-συγκρότηση της μορφή της μητέρας: εξάλλου, σε αυτήν (και όχι στη Ριτσική ‘κόρη’) απευθύνεται ο ποιητής, επιδιώκοντας την αναφορά στο σημαίνον της ‘Μητέρας’ όχι ως ιδιαίτερο ‘δέκτη,’ αλλά ως πρόσωπο-υποκείμενο που καθίσταται έναυσμα μίας ποιητικής γραφής συνειδησιακής και παράλληλα συγχρονικής, που, εν προκειμένω, θέτει και ως πρόταγμα την ‘εκκαθάριση’ της ποίησης από τις αρνητικές επιστρώσεις που θέλουν την ενασχόληση μαζί της ως «χαμένο χρόνο».[1]
Και είναι χαρακτηριστικός ως προς αυτό ο ποιητής: «Λένε τα ποιήματα χαμένο χρόνο, χόμπι τα λένε μάνα. Εκεί που γδυνόμαστε, εκεί που βάζουμε την ψυχή μας, το λένε απλή ασχολία, πάρεργο. Όμως εμείς εκεί μέσα ανασαίνουμε εμείς εκεί μέσα κρύψαμε το όνειρο να μην το δουν βρώμικα μάτια».[2]
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής ‘συνδιαλέγεται’ με τις θεωρήσεις που προσδιορίζουν την ποίηση ως χαμένο χρόνο (ακόμη και την τέχνη, ευρύτερα), σε έναν κοινωνικό βίο όλο και πιο έντονο και γρήγορο, θεωρήσεις που ενίοτε σχηματοποιούνται στην ‘ύποπτη’ ερώτηση ‘η ποίηση και η τέχνη, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο;’ νοηματοδοτώντας μία ευρύτερη ποιητική συνθήκη που δύναται να συναρθρώσει τα χαρακτηριστικά της απο-κάλυψης μίας ποιητικής γλώσσας ρυθμικής (ας θυμηθούμε τον ‘ρυθμό’ της λέξης που δίδεται ως ανάσα στο ‘Γλωσσικό Πλέγμα’ του Paul Celan), που ισοδυναμεί με την ‘οικονομία’ της ανάσας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής (η ποίηση ωσάν ‘ζωτική πράξη’), με τους επι-γενόμενους όρους της ποίησης που διαφυλάσσει (σημαίνον όρος ύπαρξης), το «όνειρο»,[3] το όνειρο που εγγράφει πολλές σημάνσεις ώστε να μην το αντικρίσει η τεχνοκρατική γλώσσα της εποχής μας.
Η ποίηση του δομεί ένα άλλο ‘εγώ’ ανοιχτό στα κελεύσματα του καιρού, διαμεσολαβεί τις όψεις μίας σχέσης μητέρας και υιού που καθίσταται αλληλο-τροφοδοτούμενη στο βαθμό που και ο ποιητής χρησιμοποιεί την ‘μήτρα’ της ποίησης για να επανερμηνεύσει τις διαστάσεις του κοινωνικού-πολιτικού γίγνεσθαι, εντάσσοντας την διάσταση, αφενός μεν του κοντινού θανάτου που έλαβε χώρα με διάφορες μορφές, αφετέρου δε, της πρόσληψης του ανθρώπινου και δη του μεταναστευτικού-προσφυγικού υποκειμένου ως λαθραίου. Στην ποιητική αφήγηση η απορία τίθεται και μεγεθύνεται: «Εἷπαν τὸν ἄνθρωπο λαθραίο, μάνα, πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος λαθραίος; Λαθραία ξέρω τα ἐμπορεύματα».
Στη συγχρονική βιο-πολιτική της ‘διαφοράς’ το ανθρώπινο υποκείμενο υποπίπτει στην κατηγορία του ‘λαθραίου,’ ωσάν ‘εμπόρευμα,’ στο εγκάρσιο σημείο όπου προβάλλεται, ποιητικά, μία εικόνα ‘απο-ανθρωποποίησης’: ο ‘λαθραίος’ όπως και το εμπόρευμα, έρχεται από οπουδήποτε, μόνο που δεν φέρει συγκεκριμένο κάλεσμα, όντας ‘ανοίκειος’ και ‘ανέστιος,’ κοινωνικά-πολιτισμικά, δίχως όνομα παρά με την έγκληση του ‘λαθραίου’ που παραβιάζει.
Αναδεικνύοντας το περιεχόμενο του ‘λαθραίου που πνίγεται στο Αιγαίο’ (εδώ αναδύεται και η αντίστιξη μεταξύ θανάτου στη θάλασσα και της υπερ-προβολής του τουριστικού υποδείγματος που κρατά για το Αιγαίο την ‘πρώτη θέση’), το ποιητικό ‘πράττειν’ καθίσταται ‘φορτισμένα’ πολιτικό (θυμίζοντας σε εμένα το ποιητικό εγχείρημα του Γιάζρα), παραγάγει μορφές μίας ανα-πλαισίωσης της πραγματικότητας, που, διαμέσου της έκθεσης στη φαντασμαγορία της βίας, δεν είναι παρά «εμπόλεμη ζώνη».[4]
Ορθώς η Άννα Ιωαννίδου αναφέρεται στην επιρροή που δέχθηκε ο ποιητής από τα ‘Γράμματα στη Μητέρα’ του Κύπριου ποιητή Κώστα Μόντη. Πάνω σε αυτό το πλέγμα, επισημαίνετε ό,τι ο Ε. Μύρων ‘επικοινωνεί’ και με το βιβλίο του Φραντς Κάφκα ‘Γράμμα στον Πατέρα,’ έργο εξομολογητικής διάθεσης το οποίο και δεικνύει την γενεαλογία του Καφκικού τραύματος, ενώ παράλληλα, ένα σύντομο και έμμεσο δείγμα απεύθυνση στη μητέρα φέρει και η ποιητική συλλογή του Ηλία Τσέχου ‘Νόμοι Αφιερώσεων: «Η μάνα μου λέει-έλεγε “Δεν είναι πικρή η ζωή Μικρή Είναι».[5]
Άλλοτε τρυφερός και άλλοτε κριτικά εκφραστικός, ο Ε. Μύρων, αρθρώνει μία ποιητική η οποία και διαπερνά το κοινωνικό για να επαναπροσδιορίσει, διαλεκτικά, το προσωπικό, ήτοι την σχέση με την μητέρα του, που φυλάσσει την λέξη και την ίδια την ποίηση ως πεδίο που συμβάλλει στη σύνθεση μίας ταυτότητας: της δικής του ταυτότητας όσο και κοσμοθεωρίας.
Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ