«Είναι προφανές πως με το νομοσχέδιο που ψηφίζεται την Τετάρτη στη Βουλή των Ελλήνων, η αυτοδιάθεση των κοινοτήτων καταργείται. Ποια η εγγύτητα του Δήμου στην κάθε Κοινότητα αν δεν υπάρχει αιρετός εκπρόσωπος του τόπου με βάση την αρχή της πλειοψηφίας; Αν δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι; Πώς θα το αντιλαμβανόσασταν και πως αλλιώς θα το ερμηνεύατε, κύριε Υπουργέ, αν διαβιούσατε σε μία Κοινότητα 1.500 κατοίκων, κατεβαίνατε υποψήφιος, λαμβάνατε το 35%, αλλά πρόεδρος της Κοινότητας εκλεγόταν άλλος υποψήφιος που έλαβε μόλις το 8% μόνο και μόνο επειδή στον μητροπολιτικό Δήμο πλειοψήφησε ο συνδυασμός του Δημάρχου που τον συμπεριέλαβε στο ψηφοδέλτιο; Και πως θα νιώθατε αν δεν μπορούσατε να θέσετε τον εαυτό σας υποψήφιο για την Κοινότητα σας επειδή δεν επιθυμείτε να συμπεριληφθείτε σε ψηφοδέλτιο κάποιου υποψήφιου Δημάρχου; Είναι καταφανές πως στο νομοσχέδιο επικρατεί η διάθεση του Δημάρχου και όχι των πολιτών της Κοινότητας.» Επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η Συντονιστική Επιτροπή Δικτύου Κοινοτήτων Ελλάδος με αφορμή την ψήφιση του νομοσχεδίου για την εκλογή αιρετών του Α΄και Β΄ βαθμού στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ακολουθεί η πλήρης ανακοίνωση:
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει να γίνει κατανοητό πως η ξεχωριστή εκλογή για τα Κοινοτικά Συμβούλια δεν δημιουργεί πρόσθετο βαθμό αυτοδιοίκησης και αυτό διότι οι Κοινότητες δεν έχουν δική τους νομική προσωπικότητα. Οι Κοινότητες παρά το γεγονός πως δεν είναι αυτοτελείς διοικητικές οντότητες, διοικούνται από τον Πρόεδρο και το Κοινοτικό Συμβούλιο. Είναι θεσμός ενδοδημοτικής αποκέντρωσης που κάνει χρήση της νομικής προσωπικότητας του Δήμου στον οποίο ανήκει, ως ξεκάθαρη οντότητα! Και αυτό οφείλει να είναι ένα ξεκαθάρισμα του Υπουργείου Εσωτερικών στον δρόμο για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση!
Η ενίσχυση των διοικητικών αρμοδιοτήτων των Δήμων, του στελεχιακού δυναμικού και της υλικοτεχνικής επάρκειας τους είναι αναγκαία στη σύγχρονη εποχή ώστε να μπορέσουν οι “Καλλικρατικοί” Δήμοι να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις. Η διοικητική διάρθρωση όμως των Δήμων οφείλει να γίνει κατανοητή από όλο το Διοικητικό οικοδόμημα. Όπως ο Δήμαρχος κάνει χρήση των υπηρεσιών για να υλοποιήσει ένα έργο, έτσι και οι Κοινότητες πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του Δήμου τους και εν γένει την νομική προσωπικότητα του Δήμου για να εκτελούν μια αρμοδιότητά τους.
Αυτή την στιγμή παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι αναλώνονται στην πολιτική της λακκούβας, της λάμπας, του δέντρου, αντί να ασχολούνται με τον σχεδιασμό και τη διεκδίκηση αναπτυξιακών έργων, την απορρόφηση χρηματοδοτικών εργαλείων, την κοινωνική πολιτική, τη δημιουργία δικτυώσεων με άλλους Δήμους. Επικαλύπτουν την αδυναμία να ανταποκριθούν στη νέα εποχή, με παρέμβαση στο έργο των υπηρεσιών και των Κοινοτικών Συμβουλίων. Η ενασχόληση με τα τετριμμένα της καθημερινότητας κλέβει τον χρόνο για την στρατηγική πολιτική, με αποτέλεσμα να διαλύονται οι υπηρεσίες, να απενεργοποιούνται τα κοινοτικά συμβούλια και να χάνονται οι ευκαιρίες για τους Δήμους.
Με το Άρθρο 84 παρ. 1 περ.β του Νόμου 4555/2018 δόθηκε στα Κοινοτικά Συμβούλια μια ιδιαίτερα σημαντική αρμοδιότητα: να μπορούν να αποφασίζουν “ποια έργα και δράσεις θα εκτελεστούν στην κοινότητα, από το ποσοστό των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων που προορίζονται για επενδυτικές ανάγκες του δήμου, που της αναλογούν, σύμφωνα με την παράγραφο 4Α του άρθρου 259)”.
Εντούτοις η αρμοδιότητα αυτή δεν εφαρμόστηκε. Οι άνθρωποι που έθεσαν τον εαυτό τους υποψήφιο τον Μάιο του 2019 δεν μπόρεσαν να κριθούν με βάση αυτή την αρμοδιότητα. Εν μία νυκτί, με τον νόμο 4623/2019 υπήρξε αφαίρεση της μίας και μοναδικής ουσιαστικής τους αρμοδιότητας, δημιουργώντας σύγχυση στα Κοινοτικά Συμβούλια που για άλλο λόγο εκλέχτηκαν και άλλο κλήθηκαν να υπηρετήσουν. Παράλληλα, η γνωμοδοτική αρμοδιότητα των Κοινοτήτων αντιμετωπίστηκε και αυτή με καχυποψία και άγνοια, αφού πολλές φορές δεν γίνεται κατανοητό από αιρετούς και υπηρεσίες αν οι γνωμοδοτήσεις είναι απλές, σύμφωνες, υποχρεωτικές (άρθρο 20 Κωδ.Διοικ. Διαδικασίας).
Είναι προφανές πως με το νομοσχέδιο που ψηφίζεται την Τετάρτη στη Βουλή των Ελλήνων, η αυτοδιάθεση των κοινοτήτων καταργείται. Ποια η εγγύτητα του Δήμου στην κάθε Κοινότητα αν δεν υπάρχει αιρετός εκπρόσωπος του τόπου με βάση την αρχή της πλειοψηφίας; Αν δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση στο εκλέγειν και εκλέγεσθαι; Πώς θα το αντιλαμβανόσασταν και πως αλλιώς θα το ερμηνεύατε, κύριε Υπουργέ, αν διαβιούσατε σε μία Κοινότητα 1.500 κατοίκων, κατεβαίνατε υποψήφιος, λαμβάνατε το 35%, αλλά πρόεδρος της Κοινότητας εκλεγόταν άλλος υποψήφιος που έλαβε μόλις το 8% μόνο και μόνο επειδή στον μητροπολιτικό Δήμο πλειοψήφησε ο συνδυασμός του Δημάρχου που τον συμπεριέλαβε στο ψηφοδέλτιο; Και πως θα νιώθατε αν δεν μπορούσατε να θέσετε τον εαυτό σας υποψήφιο για την Κοινότητα σας επειδή δεν επιθυμείτε να συμπεριληφθείτε σε ψηφοδέλτιο κάποιου υποψήφιου Δημάρχου; Είναι καταφανές πως στο νομοσχέδιο επικρατεί η διάθεση του Δημάρχου και όχι των πολιτών της Κοινότητας.
Η ξεχωριστή κάλπη για τα Κοινοτικά Συμβούλια είναι κάτι πρωτόγνωρο για τα Ελληνικά δεδομένα. Είναι η αρχή της απελευθέρωσης των δυνάμεων του τόπου, η αρχή της αυτοδιοίκησης χωρίς βαρίδια και εξαρτήσεις! Αλλάζετε κάτι συγκλονιστικό, μια καινοτομία, την πρώτη ουσιαστική τομή στην ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση. Μια διάταξη που πέτυχε, με ζωντανή απόδειξη τους χιλιάδες ανθρώπους που ασχολήθηκαν και τα εκατοντάδες παραδείγματα ουσιαστικής αποκέντρωσης και καλής συνεργασίας Κοινοτικών Συμβουλίων με τις Δημοτικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες και Αρχές.
Η λέξη ανταγωνισμός είναι βασική συνιστώσα της ευγενούς άμιλλας, πράγμα που συνεπάγεται αποδοχή και αυτοδιάθεση. Πώς λοιπόν μπορούμε να μιλάμε κύριε Υπουργέ για εκλογική ανταγωνιστικότητα όταν περιορίζεται η ελευθερία συμμετοχής με συγκεντρωτικά μοντέλα ψηφοδελτίων; Πώς ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα όταν κάποιος δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα επειδή το εκλογικό σύστημα τον αποκλείει και τον περιορίζει; Η ποιότητα στον ανταγωνισμό αναδεικνύεται με την απελευθέρωση, εκτός και αν τελικά οι αρχές σας και οι αξίες σας δεν είναι αυτές της ελευθερίας και της ευγενούς άμιλλας αλλά του ελέγχου, του περιορισμού και της κατεύθυνσης της επιθυμίας των πολιτών.