Στις ακραίες εκφράσεις που κυριαρχούν στη δημόσια συζήτηση και στην τοξικότητα που περιβάλλει την πολιτική αντιπαράθεση, συνθήκες για τις οποίες κύρια ευθύνη φέρει η αξιωματική αντιπολίτευση, αναφέρθηκε κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής ο βουλευτής Μεσσηνίας Περικλής Μαντάς, στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο κ. Μαντάς, «είναι απολύτως λογικό σε μια δημοκρατία να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αντιρρήσεις και διαφωνίες, στοιχεία που δίνουν νόημα και ουσία στην πολιτική αντιπαράθεση. Αλίμονο όμως αν οι πολιτικές διαφορές μετατρέπονται σε συστηματικό υβρεολόγιο, με τοξικά και χυδαία χαρακτηριστικά, στοχεύοντας στην ηθική και επικοινωνιακή αποδόμηση του αντιπάλου». Ο κ. Μαντάς επίσης καυτηρίασε ενέργειες βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σημειώνοντας «τη μια φορά ήταν ο κ. Πολάκης, την επόμενη ο κ. Φίλης, μετά ο κ. Κουρουμπλής και στη συνέχεια ο κ. Βερναρδάκης και ο κ. Ηλιόπουλος, για να θυμηθώ μόνο τις πιο τρανταχτές περιπτώσεις», αποδίδοντας στον ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένη τακτική ακρότητας και πόλωσης που «δηλητηριάζει την πολιτική μας ζωή», αλλά και δικαιώνει τον πρωθυπουργό που μίλησε πριν λίγες ημέρες για συνθήκες τοξικότητας.
Αναφορικά με το αντικείμενο του νομοσχεδίου, ο κ. Μαντάς τόνισε ότι πρόκειται για σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που ζητά τόσο η πανεπιστημιακή κοινότητα, όσο και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, παρά τις λίγες επιφυλάξεις ορισμένων για τον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων. Επίσης σημείωσε ότι με το νομοσχέδιο προβλέπεται σημαντική αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης μέσα από την αποδέσμευση των ιδρυμάτων από τον στενό κυβερνητικό έλεγχο, καθώς και την ενίσχυση του αυτοδιοίκητου του κάθε ιδρύματος, τη θέσπιση του “ERASMUS εσωτερικού”, την ενίσχυση της πρακτικής άσκησης, τα πτυχία δευτερεύουσας κατεύθυνσης, τα κοινά προπτυχιακά προγράμματα, τα επαγγελματικά μεταπτυχιακά και τα βιομηχανικά διδακτορικά.
Επίσης ο κ. Μαντάς τόνισε ότι αναθεωρείται εκ βάθρων ο τρόπος ίδρυσης νέων τμημάτων, βάζοντας τέλος στην ψηφοθηρική πρακτική του «ένα πανεπιστήμιο σε κάθε πόλη», σημειώνοντας ότι «πλέον αποκτούμε συγκεκριμένο πλαίσιο και κανόνες για την ίδρυση, τη συγχώνευση, τη μετονομασία και την κατάργηση» ενός πανεπιστημιακού τμήματος, έτσι ώστε η χώρα μας να αποκτήσει επιτέλους έναν ουσιαστικό και ορθολογικό ακαδημαϊκό χάρτη. Παράλληλα τόνισε ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια «δεν είναι για να εκτυπώνουν πτυχία, καλλιεργώντας ψεύτικες ελπίδες επαγγελματικής αποκατάστασης», αλλά πρέπει να αποτελούν «φορείς παιδείας, επιστημονικότητας, ανάπτυξης, εξέλιξης και δημιουργίας, συντονισμένα με τον σύγχρονο κόσμο και τη σημερινή εποχή» και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από την υψηλή διασύνδεση των πτυχίων με την αγορά εργασίας, προσέγγιση που βρίσκεται στο επίκεντρο του νομοσχεδίου.