Τα τριάκοντα αργύρια του Ιούδα

Γράφει ο Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου

“Τότε πορευθεῖς εἶς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρός τούς ἀρχιερεῖς, εἶπε· Τί θέλετε μοι δοῦναι, κἀγῶ ὑμίν παραδώσω αὐτόν; Οἱ δέ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια· καί ἀπό τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἴνα αὐτόν παραδῷ.”

(Ματθαίος, 26:14-16)

Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει ότι το Μεγάλο Συνέδριο των Εβραίων κατέβαλε στον Ιούδα Ισκαριώτη το ποσό των τριάκοντα (30) αργυρίων με τη συμφωνία να τους παραδώσει τον Ιησού.

Ο όρος αργύρια αναφέρεται  σε αργυρά νομίσματα της εποχής αυτής 33/34μ.Χ. και το κείμενο δε δίνει περισσότερα στοιχεία για το είδος αυτών. Αυτή την εποχή τα αργυρά νομίσματα που κυκλοφορούν στον Ρωμαϊκό κόσμο ήταν πολλά. Το ρωμαϊκό αργυρό νόμισμα το δηνάριο (Denarius) υπήρχε από την εποχή της Δημοκρατίας περίπου το 211 π.Χ. μαζί με τις υποδιαιρέσεις του. Το 23 π.Χ. αποτέλεσε αντικείμενο της μεταρρύθμισης και της αλλαγής της νομισματικής πολιτικής από τον Αύγουστο (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Η μεταρρύθμιση επεκτάθηκε και στην κυκλοφορία χρυσού και αργυρού νομίσματος. Οι κύριες υποδιαιρέσεις του ήταν το quinarius & sesterius. Αρχικά κόβονταν στο νομισματοκοπείο της Ρώμης, μετά επεκτάθηκαν σ’ αυτά της Ιταλίας και Σικελίας και από το 50 π.Χ. σε νομισματοκοπεία ολόκληρης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η ευκολία κοπής και το πλήθος των νομισματοκοπείων εξασφάλιζε την εύκολη διάχυση των δηναρίων και τη μεγάλη κυκλοφορία σ’ όλο το γνωστό κόσμο.

Κατά τους χρόνους κυκλοφορίας δέχθηκε πολλές τροποποιήσεις, κυρίως στην περιεκτικότητα σε άργυρο (Αg) και ενώ αρχικά είχε βάρος 3,9 γρ. και καθαρότητα 95% σε Άργυρο (Ag) κατέληξε στα μέσα του 2ου – 3ου μ.Χ. αιώνα η περιεκτικότητα σε Άργυρο (Αg) να περιορίζεται στο 5%. Την εποχή αυτή ο τρόπος κατασκευής των αργυρών νομισμάτων ήταν ο παραδοσιακός. Το νόμισμα ήταν ουσιαστικά ένα κράμα από δύο στοιχεία, τον Άργυρο (Ag) και το Χαλκό (Cu). Γενικά το νόμισμα, για τη Ρωμαϊκή εποχή, απετέλεσε κύριο μέσο δημοσιονομικής πολιτικής, είτε νοθεύοντας το είτε υποτιμώντας την ονομαστική του αξία. Οι τεχνολογικές αλλαγές δεν οφείλονται μόνο σε τεχνικούς λόγους αλλά επίσης και σε κοινωνικούς και οικονομικούς περιορισμούς. Έτσι τον 3ο μ.Χ. αιώνα το κράμα για την κατασκευή των νομισμάτων περιελάμβανε περισσότερα από δύο (2) μέταλλα, συνολικά ήταν τέσσερα, ο Άργυρος, ο Χαλκός, ο Κασσίτερος και ο Μόλυβδος. Με τους συνδυασμούς της περιεκτικότητας στα μέταλλα αυτά καθόριζαν και την αξία τους, συνήθως υποτιμημένη λόγω της ηθελημένα χαμηλής ποσότητας του Αργύρου. Η κιβδηλοποιία εκ μέρους του κράτους και εκ μέρους των ιδιωτών υπήρξε σοβαρό πρόβλημα για όλες τις εποχές. Αργότερα δε ο Άργυρος περιορίστηκε μόνο για την επαργύρωση της εξωτερικής επιφάνειας του κράματος, ως αργυρικό αμάλγαμα, το οποίο περιείχε και στοιχεία Υδραργύρου.

Στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας κυκλοφορούσαν κυρίως αργυρά τετράδραχμα. Αυτά κοβόντουσαν στα νομισματοκοπεία που υπήρχαν στις πόλεις, όπως της Περγάμου, Εφέσου, Βύβλου, Σιδώνος, Αντιοχείας στον Ορόντη, Ιερουσαλήμ, Αλεξανδρείας και αλλού. Συνήθως η αξία του τετραδράχμου ήταν 3 δηνάρια.

Είναι λογικό να δεχθούμε ότι τα τριάκοντα (30) αργύρια θα ήταν μεταξύ των τετραδράχμων μια και αυτά ήταν τα περισσότερα σε κυκλοφορία νομίσματα στην περιοχή της Ιουδαίας.

Κατά σειρά έχουμε τα κάτωθι τετράδραχμα:

  • Τετράδραχμα της Τύρου.

Αναφέρεται ακόμα ως Σέκελ (Shekel) της Τύρου. Σέκελ είναι το όνομα της μονάδας βάρους σύμφωνα με τα σταθμά των νομισμάτων της Ανατολής (αντίστοιχο με τον ελληνικό Στατήρα). Έφεραν στον εμπροσθότυπο τους την κεφαλήν του θεού Μελκάρτ ή  Βάαλ που εμφανίζεται με το ελληνιστικό τύπο του Ηρακλή. Στον οπισθότυπο έφεραν αετό καθήμενο στη πλώρη πλοίου με ρόπαλο στο χέρι και με ένα κλαρί φοίνικα στη πλάτη του. Κοντά στη περιφέρεια του νομίσματος έφεραν το όνομα της “Τύρου Ιεράς και Ασύλου”. Έχουν βρεθεί σε δύο κοπές του 1 μ.Χ. και του 33 μ.Χ. Στο τετράδραχμο της Τύρου εικονογραφικά δεν απεικονίζονταν τα σύμβολα της Ρωμαϊκής αρχής, όπως η κεφαλή του Αυτοκράτορα ή της συζύγου του. Άνηκε το τετράδραχμο αυτό στην κατηγορία των λεγόμενων ημιαυτόνομων νομισμάτων. Η κοπή των νομισμάτων αυτών είχε επιτραπεί από τις ρωμαϊκές αρχές επειδή τα νομίσματα αυτά είχαν πολύ μεγάλη κυκλοφορία, ήταν υψηλής περιεκτικότητας σε Άργυρο και είχαν επιβληθεί από την αγορά. Ίσως αυτό είχε να κάνει και με την αργή ενσωμάτωση της πόλεως στο ρωμαϊκό Imperium. Σε αντίθεση με αυτά, τα τετράδραχμα της Αντιοχείας έφεραν την κεφαλή του Αυγούστου.

  • Τετράδραχμο της Αντιοχείας στον Ορόντη.

Στο εμπροσθότυπο έφερε το δαφνοστεφανωμένο κεφάλι του αυτοκράτορα Αυγούστου, με την ελληνική επιγραφή Καίσαρ – Αύγουστος. Στον οπισθότυπο τη προσωποποιημένη πόλη της Αντιοχείας από το γλύπτη Ευτυχίδη. Απεικονίζεται ως θηλυκή μορφή που κάθεται σε βράχο και φέρει στη κεφαλή της οδοντωτό στέμμα. Κρατεί ένα κλαρί φοίνικα. Στα πόδια της παρουσιάζεται σε μισή εικόνα ο θεός ποταμός Ορόντης. Η επιγραφή στη περιφέρεια βεβαίωνε ότι είναι της πόλεως της Αντιοχείας και το έτος κοπής το 11 μ.Χ.

  • Ροδιακό τετράδραχμο.

Στον εμπροσθότυπο έφερε την κεφαλή του θεού Ηλίου με ακτίνες  προς την περιφέρεια. Στον οπισθότυπο έφερε πλώρη πλοίου προς τα αριστερά και άνθος προς τα δεξιά. Σε διαμετρικές θέσεις στο περίγραμμα έφερε επιγραφή στο άνω μέρος ΡΟΔΙΩΝ και στο κάτω μέρος ΑΜΕΙΝΙΑΣ. Το έτος κοπής προσδιορίζεται περίπου το 200 π.Χ.

  • Τετράδραχμα των Πτολεμαίων.

Κυρίως  ήταν κοπής του νομισματοκοπείου της Ιερουσαλήμ. Είχαν σταθερά μοτίβα και  απεικόνιζαν, τα πορτραίτα των Πτολεμαίων κυβερνητών από τη μια πλευρά και αετούς από την άλλη. Το έτος κοπής προσδιορίζεται περίπου το 240 π.Χ.

Κατά τον μεσαίωνα ορισμένα Καθολικά ιδρύματα και Μοναχικά τάγματα εμφάνισαν ως τα αυθεντικά αργύρια του Ιούδα αρχαία ελληνικά νομίσματα της Ρόδου. Έχουν εντοπισθεί περίπου 15-20 τέτοια νομίσματα τα οποία τιμώνταν στη Μεσαιωνική Δύση ως μέρος των 30 αργυρίων και βρίσκονται σήμερα σε γνωστές εκκλησίες και μοναστήρια. Αυτή η κίνηση μπορεί να αποδοθεί σε σκόπιμες κινήσεις του τάγματος των Ιωαννιτών για την αξιοποίηση της εικονογραφίας των νομισμάτων και εν συνεχεία αυθαίρετη ερμηνεία ταυτοποίησης αυτών των νομισμάτων με τα τριάκοντα (30) αργύρια.

Ομοίως πρέπει να αποκλείσουμε τα Πτολεμαϊκά τετράδραχμα ως ανήκοντα σε παλαιότερες εποχές.

Φαίνεται όμως και τα τετράδραχμα της Αντιοχείας δεν έχουν πολλές πιθανότητες να ήταν τα 30 αργύρια. Τούτο διότι τα ευρήματα αυτού του τετράδραχμου στην περιοχή της Ιουδαίας είναι πολύ περιορισμένα, ένα μόνο τετράδραχμο έχει βρεθεί στα ανασκαφές στο χρονικό διάστημα από τους αυτοκράτορες Αύγουστο μέχρι τον Τιβέριο σε όλο το Ισραήλ. Σε αντίθεση τα νομίσματα της Τύρου, τα τετράδραχμα που έχουν βρεθεί μόνο στην περιοχή του Ηρώδη ανέρχονται σε 46. Γενικότερα η κυκλοφορία των νομισμάτων και οι πιθανοί κανόνες αυτής είναι πάντοτε ένα επιστημονικό θέμα προς διερεύνηση.

Ακόμα ο στατήρας  που ελήφθη από το στόμα του ψαριού και είχε το ίδιο βάρος με το σέκελ της Τύρου ήταν αρκετός να πληρώσει το φόρο των 2 δραχμών ανά πρόσωπο που πλήρωνε κάθε επισκέπτης του ναού, ήτοι συνολικά για δύο πρόσωπα 4 δραχμές ή ένα τετράδραχμο, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (17,19–27).

Λόγω αυτή της φορολόγησης και των πολλών επισκεπτών στο ναό υπήρχαν πολλά τετράδραχμα της Τύρου τα οποία ήταν προτιμητέα στην καθημερινή οικονομική πρακτική και εύκολα στις οικονομικές συναλλαγές.

Για του λόγους αυτούς, και με κριτήρια όχι καθαρά Νομισματικής, μπορούμε να αποδεχθούμε ότι τα τριάκοντα (30) αργύρια ήταν τετράδραχμα της Τύρου.


Ο Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου είναι Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π. – Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.