Ντίνα Νικολάκου: «Θα βρίσκομαι πάντα στην πρώτη γραμμή για τα προβλήματα της Μεσσηνίας»

nikolakou1Σε ε­ρώ­τη­ση δη­μο­σι­ο­γρά­φου, σχε­τι­κά με τα γε­γο­νό­τα που ση­μει­ώ­θη­καν στο Με­λι­γα­λά και το Ρα­μο­βού­νι, η θε­μα­τι­κή Αν­τι­πε­ρι­φε­ρειά­ρχης, Κων­σταν­τί­να Νι­κο­λά­κου, έ­κα­νε την α­κό­λου­θη δή­λω­ση:

“Έ­χου­με α­πό την πρώ­τη στιγ­μή το­νί­σει ό­τι πί­σω α­πό τα γε­γο­νό­τα που βλέ­που­με να ε­κτυ­λίσ­σον­ται τις τε­λευ­ταί­ες η­μέ­ρες στην Οι­χα­λί­α α­σφα­λώς και δεν εί­ναι οι λί­γοι πο­λί­τες, που σπρώ­χνουν οι κά­ποι­οι θρα­σύ­δει­λοι μπρο­στά, αλ­λά τα συμ­φέ­ρον­τα των ε­ται­ρει­ών, και οι ο­ρι­σμέ­νοι γνω­στοί τυ­χο­δι­ώ­κτες της πο­λι­τι­κής και της αυ­το­δι­οί­κη­σης που κρύ­βον­ται πί­σω α­πό το πα­ρα­βάν.

Οι προ­σω­πι­κές, α­νοί­κει­ες και ε­ξυ­βρι­στι­κές ε­πι­θέ­σεις χα­ρα­κτη­ρί­ζουν σε α­πό­λυ­το βαθ­μό, ό­χι α­πλά αυ­τούς που τις εκ­φρά­ζουν, αλ­λά κυ­ρί­ως και πρω­τί­στως τους υ­πο­βο­λείς τους. Α­νή­κουν σε άλ­λες σκο­τει­νές ε­πο­χές, ό­που το “πα­ρα­κρά­τος” δι­εκ­δι­κού­σε, προ­σβάλ­λον­τας κά­θε δη­μο­κρα­τι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, να δι­α­δρα­μα­τί­σει ρό­λο κρά­τους. Εί­ναι πια ξε­κά­θα­ρο ό­τι οι δι­ά­φο­ρες μα­φί­ες της πο­λι­τι­κής και οι ε­πι­χει­ρη­μα­τι­κές κα­μό­ρες, δεν βρί­σκουν πια εύ­φο­ρο έ­δα­φος στην Πε­λο­πόν­νη­σο σή­με­ρα, ό­που ι­σχύ­ουν σε α­πό­λυ­το βαθ­μό οι νό­μοι και οι κα­νό­νες και ό­που το μό­νο εν­δι­α­φέ­ρον της Πε­ρι­φε­ρεια­κής Αρ­χής εί­ναι η δι­α­φύ­λα­ξη του δη­μό­σιου συμ­φέ­ρον­τος.

Το  γνω­στό κέν­τρο που εί­χε συ­νη­θί­σει στην Μεσ­ση­νί­α να α­σκεί μια δεύ­τε­ρη – “πα­ρα­κρα­τι­κή” ε­ξου­σί­α, δί­πλα στην ε­κλεγ­μέ­νη και νό­μι­μη, βρή­κε την πόρ­τα της Πε­ρι­φε­ρεια­κής Αρ­χής κλει­στή. Η με­θο­δευ­μέ­νη λά­σπη που δέ­χε­ται η πε­ρι­φέ­ρεια , ε­πί παν­τός υ­παρ­κτού, α­νύ­παρ­κτου και κα­τα­σκευ­α­σμέ­νου, α­πο­δει­κνύ­ει πε­ρί­τρα­να ό­τι οι πι­έ­σεις τους έ­χουν πέ­σει στο κε­νό. Ό­τι αυ­τό το βρώ­μι­κο σύ­στη­μα φυλ­λορ­ρο­εί και παί­ζει σή­με­ρα το τε­λευ­ταί­ο του χαρ­τί.  Το χαρ­τί ε­κεί­νων που ε­πι­βί­ω­σαν λά­θρα, που ε­πι­βί­ω­σαν με συμ­φω­νί­ες κά­τω α­πό το τρα­πέ­ζι, που ε­πι­βι­ώ­σαν χτυ­πών­τας με χτυ­πή­μα­τα κά­τω α­πό την ζώ­νη.  Αυ­τοί που μέ­χρι σή­με­ρα δεν εί­χαν ού­τε μι­σό πρω­το­σέ­λι­δο, δεν φι­λο­ξέ­νη­σαν ού­τε έ­να δι­κό τους “γι­ού­χο” α­πέ­ναν­τι στα κυ­κλώ­μα­τα που λυ­μαί­νον­ταν μέ­χρι σή­με­ρα τα σκου­πί­δια και εί­ναι υ­πεύ­θυ­να για τις τε­ρά­στι­ες πε­ρι­βαλ­λον­τι­κές κα­τα­στρο­φές στον τό­πο μας.  Αυ­τό το­πο­θε­τεί στην σω­στή βά­ση την α­νά­γνω­ση των δη­μο­σι­ευ­μά­των. Ποι­οι εί­ναι οι εκ­βι­α­ζό­με­νοι. Ποι­οι εί­ναι οι εκ­βια­στές. Και ποι­οι δεν εκ­βι­ά­ζον­ται με κα­νέ­ναν τρό­πο.

Σε ό,τι προ­σω­πι­κά με α­φο­ρά, η Μεσ­ση­νί­α γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά ό­τι βρί­σκο­μαι πάν­το­τε στην πρώ­τη γραμ­μή της υ­πε­ρά­σπι­σης των αρ­χών που πρε­σβεύ­ω και ό­τι δεν έ­χω κρυ­φτεί πο­τέ πί­σω α­πό αλ­λο­θι­κές συμ­πε­ρι­φο­ρές και προ­σω­πι­κά παι­χνι­δά­κια. Αν κά­ποι­οι δεν ε­πι­κρο­τούν την ε­πι­λο­γή και την τόλ­μη μου να βρε­θώ στην Οι­χα­λί­α, μα­ζί με τους κα­τοί­κους και να συμ­με­τά­σχω σε έ­ναν δη­μό­σιο δι­ά­λο­γο, που α­πο­δεί­χτη­κε προ­σχη­μα­τι­κός, αυ­τό ού­τως ή άλ­λως εί­ναι συμ­βα­τό με την  πο­ρεί­α τους ό­λα αυ­τά τα χρό­νια. Αν πά­λι θε­ω­ρούν ό­τι ως γυ­ναί­κα θα έ­πρε­πε να φο­βά­μαι ή να κρύ­βο­μαι, αυ­τές οι νο­ο­τρο­πί­ες τους α­νή­κουν σε μια άλ­λη δο­μή κοι­νω­νί­ας, που α­νή­κει στο πα­ρελ­θόν. Θα συ­νε­χί­ζω να υ­πε­ρα­σπί­ζο­μαι σθε­να­ρά το ση­μαν­τι­κό έρ­γο της Πε­ρι­φε­ρεια­κής Αρ­χής και του Πε­ρι­φε­ρειά­ρχη Πέ­τρου Τα­τού­λη, στο ο­ποί­ο συ­νε­τέ­λε­σα α­πό την θέ­ση ευ­θύ­νης που μου εμ­πι­στεύ­τη­κε, και εί­μαι σή­με­ρα πιο βέ­βαι­η α­πό πο­τέ ό­τι η Μεσ­ση­νί­α και η Πε­λο­πόν­νη­σος έ­χει πια γυ­ρί­σει σε­λί­δα σε ό­λα τα ε­πί­πε­δα.  Τέ­λος, δεν θα ε­πι­τρέ­ψω σε κα­νέ­ναν να εμ­πλέ­ξει το ό­νο­μά μου σε πε­ρί­ερ­γα αλ­λά γνώ­ρι­μα για τους Μεσ­σή­νιους πο­λι­τι­κά παι­χνί­δια, τα ο­ποί­α ε­κτυ­λίσ­σον­ται εις βά­ρος των πο­λι­τών του Δ. Οι­χα­λί­ας για την προ­σω­πι­κή ε­πι­βί­ω­ση πρώ­ην, υ­πο­ψη­φί­ων και ε­πί­δο­ξων δη­μάρ­χων, α­πό ό­που κι αν αυ­τά προ­έρ­χον­ται.»