«Μαυρογιαλούρος» επαινετικός τίτλος για το φαύλο σύστημα που ζούμε

maurogialourosΤου Αιρετικού

Η ο­νο­μα­σί­α «Μαυ­ρο­γι­α­λού­ρος» δί­νει και παίρ­νει σε κά­θε προ­ε­κλο­γι­κή πε­ρί­ο­δο, θέ­λον­τας κά­θε υ­πο­ψή­φιος να υ­πο­βαθ­μί­σει τις θέ­σεις του αν­τι­πά­λου του, εί­ναι έ­νας α­πό τους βα­σι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς που χρη­σι­μο­ποι­εί.

Τι ή­ταν ο Μαυ­ρο­γι­α­λού­ρος;

Ο Αν­δρέ­ας Μαυ­ρο­γι­α­λού­ρος λοι­πόν ή­ταν υ­πουρ­γός, αρ­μό­διος ε­πί των δη­μο­σί­ων έρ­γων, στην ελ­λη­νι­κή κω­μω­δί­α της Φί­νος Φιλμ του 1965 σε σκη­νο­θε­σί­α Α­λέ­κου Σα­κελ­λά­ριου. Με α­φορ­μή την α­νέ­γερ­ση του νέ­ου μαι­ευ­τη­ρί­ου στην ε­κλο­γι­κή του πε­ρι­φέ­ρεια, έ­χει προ­γραμ­μα­τί­σει να τα­ξι­δεύ­σει ως ε­κεί για μια ο­μι­λί­α. Στο τα­ξί­δι αυ­τό, που πραγ­μα­το­ποι­εί­ται ο­δι­κώς, τον συ­νο­δεύ­ει η κό­ρη του, κα­θώς και ο ο­δη­γός του.

Κα­τά τη διά­ρκεια της δι­α­δρο­μής, η Α­λί­κη ε­πι­μέ­νει να ο­δη­γή­σει ε­κεί­νη το αυ­το­κί­νη­το, πα­ρό­λο που δεν εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα ι­κα­νή ο­δη­γός, και ο πα­τέ­ρας της το ε­πι­τρέ­πει. Αυ­τό έ­χει ως α­πο­τέ­λε­σμα την πρό­σκρου­ση του αυ­το­κι­νή­του σε έ­να δέν­δρο, κον­τά στο χω­ριό Ά­γρυ­λος. Το α­τύ­χη­μα αυ­τό προ­κα­λεί ε­λα­φρύ τραυ­μα­τι­σμό των ε­πι­βαι­νόν­των και α­κι­νη­το­ποί­η­ση του ο­χή­μα­τος. Α­μέ­σως οι χω­ρι­κοί σπεύ­δουν να πε­ρι­ποι­η­θούν τους τραυ­μα­τί­ες, χω­ρίς να γνω­ρί­ζουν την ταυ­τό­τη­τα των αν­θρώ­πων που έ­χουν α­πέ­ναν­τί τους. Δύ­ο νε­α­ροί χω­ρι­κοί, ο Πα­νά­γος και ο Σω­τή­ρης συ­ζη­τούν με τον υ­πουρ­γό σχε­τι­κά με τις ελ­λεί­ψεις του χω­ριού σε υ­πο­δο­μές και υ­πη­ρε­σί­ες.

Μέ­σα α­πό αυ­τές τις συ­ζη­τή­σεις, ο Μαυ­ρο­γι­α­λού­ρος πλη­ρο­φο­ρεί­ται για την α­νε­πάρ­κεια του κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού, για τη δι­α­φθο­ρά που ε­πι­κρα­τεί, αλ­λά και για την αν­τι­πά­θεια των κα­τοί­κων προς το πρό­σω­πό του. Ι­δι­αί­τε­ρα κλο­νί­ζε­ται ό­ταν μα­θαί­νει ό­τι ο στε­νός του συ­νερ­γά­της Θε­ό­δω­ρος έ­χει κα­τα­χρα­στεί δη­μό­σιο χρή­μα μέ­σα α­πό δι­ε­φθαρ­μέ­νες συ­ναλ­λα­γές. Με­τά α­πό ό­λα αυ­τά, α­πο­φα­σί­ζει να πα­ραι­τη­θεί α­πό τη θέ­ση του υ­πουρ­γού, α­φού πρώ­τα ε­πι­πλή­ξει σε έν­το­νο ύ­φος τους συ­νερ­γά­τες του.

Πολ­λά ε­λα­φρυν­τι­κά μπο­ρείς να βρεις στον Μαυ­ρο­γι­α­λού­ρο που δεν ή­ξε­ρε τι γι­νό­ταν γύ­ρω του α­πό το πάρ­τι των πα­ρα­τρε­χά­με­νων αλ­λά ό­ταν έ­μα­θε, έ­κα­νε το αυ­το­νό­η­το πα­ραι­τή­θη­κε, για­τί έ­νοι­ω­σε πο­λύ λί­γος και α­νε­παρ­κείς για να δι­α­χει­ρι­στεί τις τύ­χες του ελ­λη­νι­κού λα­ού.

Σή­με­ρα, μή­πως εί­δα­με κά­ποι­α πα­ραί­τη­ση; μή­πως α­κού­σα­με έ­στω κά­ποι­α αυ­το­κρι­τι­κή για τα πε­πραγ­μέ­να τους; ό­χι τί­πο­τε α­πό αυ­τά δεν εί­δα­με και ού­τε θα δού­με, ό­λα κα­λά τα έ­χουν τα­κτο­ποί­η­ση οι πο­λι­τι­κοί τα­γοί τό­σο της κεν­τρι­κής σκη­νής ό­σο και τις το­πι­κής πο­λι­τι­κής .

Ό­λα εί­ναι τέ­λεια, κα­λώς κα­μω­μέ­να, μό­νο που οι πο­λί­τες ζουν μέ­σα στην α­να­σφά­λεια μέ­σα στην α­νερ­γί­α μέ­σα στην μι­ζέ­ρια στην ο­ποί­α τους έ­ρι­ξαν αυ­τοί που ό­λα κα­λά τα ε­ποί­η­σαν.

Ά­ρα ο ό­ρος «Μαυ­ρο­γι­α­λού­ρος» δεν εί­ναι ε­πι­τι­μη­τι­κός αλ­λά τι­μη­τι­κός, θα ή­ταν κα­λύ­τε­ρα να χρη­σι­μο­ποι­ού­μαι ό­ρους ό­πως λα­μό­γιο και άλ­λα πα­ρό­μοι­α.