Γ. Τσώνης: «Ο κ. Στ. Αναστασόπουλος επιμένει στους εντυπωσιασμούς, αποφεύγει την ουσία»

tsonis parousiasi10Πο­λώ­νε­ται α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο η ε­κλο­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α για την α­νά­δει­ξη δή­μαρ­χου στον δή­μο Μεσ­σή­νης. Σή­με­ρα την σκυ­τά­λη της αν­τι­πα­ρά­θε­σης πή­ρε ο υ­πο­ψή­φιος δή­μαρ­χος Μεσ­σή­νης Γι­ώρ­γος Τσώ­νης που αν­τα­πάν­τη­σε σε χθε­σι­νή α­να­κοί­νω­ση του δή­μαρ­χου Μεσ­σή­νης Στά­θη Α­να­στα­σό­που­λου για την δι­ε­ξα­γω­γή ντιμ­πέ­ιτ με­τα­ξύ των υ­πο­ψη­φί­ων για το δη­μαρ­χια­κό θώ­κο.

Συγ­κε­κρι­μέ­να ο κ. Τσώ­νης το­νί­ζει στην α­να­κοί­νω­σή του:

«Αν για κά­τι πρέ­πει να λυ­πά­ται ο κ. Α­να­στα­σό­που­λος εί­ναι η ε­πι­βε­βαί­ω­ση της α­πο­κά­λυ­ψης των προ­θέ­σε­ων του και η δι­καί­ω­σή μας, ό­τι η πρό­τα­σή του για τη­λε­ο­πτι­κό δι­ά­λο­γο ή­ταν α­πλά και μό­νο «πυ­ρο­τέ­χνη­μα εν­τυ­πω­σια­σμού». Και μό­νο το γε­γο­νός ό­τι κοι­νο­ποί­η­σε την ε­πι­στο­λή του στα ΜΜΕ πο­λύ πριν την πα­ρέ­λευ­ση 24ωρου α­πό την α­πο­στο­λή της, πριν καν προ­λά­βου­με να του α­παν­τή­σου­με (ό­χι μό­νο ε­μείς), α­πο­κα­λύ­πτει το σχέ­διο των προ­θέ­σε­ών του. Ό­τι δη­λα­δή, δεν πί­στευ­ε στην πρό­τα­σή του και δεν την εν­νο­ού­σε, αλ­λά στό­χος του ή­ταν ο εν­τυ­πω­σια­σμός.

Ε­πί­σης, ο κ. Α­να­στα­σό­που­λος θα πρέ­πει να λυ­πά­ται που δεν μπό­ρε­σε να α­παν­τή­σει σε κα­μί­α α­πο­λύ­τως α­πό τις εν­στά­σεις που θέ­σα­με και ως προς τον χρό­νο της πρό­τα­σης, την ο­ποί­α χα­ρα­κτη­ρί­σα­με «κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη και ου­το­πι­κή» και ως προς τα δι­α­δι­κα­στι­κά της δι­ορ­γά­νω­σης του τη­λε­ο­πτι­κού δι­α­λό­γου. Δεν βρή­κε τί­πο­τα να πει γι αυ­τά;

Ο κ. Α­να­στα­σό­που­λος θα πρέ­πει να λυ­πά­ται ε­πει­δή δεν έ­χει αν­τι­λη­φθεί ό­τι η πρό­τα­σή του εί­ναι πράγ­μα­τι «πα­λιό τέ­χνα­σμα», κα­θώς α­πο­τε­λού­σε -κα­τά κα­νό­να- «πρό­κλη­ση» της α­ξι­ω­μα­τι­κής αν­τι­πο­λί­τευ­σης την προ­η­γού­με­νη δε­κα­ε­τί­α. Πρέ­πει να λυ­πά­ται α­κό­μα, για­τί α­δυ­να­τεί να ξε­χω­ρί­σει την πα­ρά­θε­ση θέ­σε­ων και α­πό­ψε­ων α­πό τις τη­λε­ο­πτι­κές «κο­κο­ρο­μα­χί­ες», των ο­ποί­ων συ­χνά, δυ­στυ­χώς, γι­νό­μα­στε θε­α­τές.

Ο κ. Α­να­στα­σό­που­λος πρέ­πει να λυ­πά­ται, που δεν τον εν­δι­α­φέ­ρει η ου­σί­α της ε­νη­μέ­ρω­σης των συν­δη­μο­τών μου, αυ­τών που πρό­σφα­τα έ­γι­ναν και δι­κοί του εκ με­τεγ­γρα­φής (του), αλ­λά το κέρ­δος των εν­τυ­πώ­σε­ων με «πυ­ρο­τε­χνή­μα­τα».

Ο κ. Α­να­στα­σό­που­λος θα πρέ­πει να λυ­πά­ται για την αυ­τα­ρέ­σκειά του και την αυ­θαί­ρε­τη έ­ως πα­ρά­λο­γη ερ­μη­νεί­α του, πε­ρί δή­θεν α­να­γνώ­ρι­σης α­πό μέ­ρους μας «του ση­μαν­τι­κού έρ­γου του», ε­πει­δή δεν α­πο­δε­χό­μα­στε την πρό­τα­σή του και μας μέμ­φε­ται πως αυ­τό δεί­χνει ό­τι με την ε­πι­λο­γή μας δεν έ­χου­με να πού­με τί­πο­τα δη­μό­σια!­!! Α­πό πού ά­ρα­γε εκ­πο­ρεύ­ε­ται αυ­τή του η αν­τί­λη­ψη;

Φαί­νε­ται να μην γνω­ρί­ζει τη ση­μα­σί­α της λέ­ξης «δη­μό­σια» ο κ. Α­να­στα­σό­που­λος. Δη­μο­σί­ως δεν λέ­με στις πε­ρι­ο­δεί­ες μας και στις ο­μι­λί­ες μας ό­τι «πρέ­πει να α­να­δεί­ξου­με μί­α νέ­α Δη­μο­τι­κή αρ­χή, με νέ­ες αν­τι­λή­ψεις για την το­πι­κή αυ­το­δι­οί­κη­ση, που θα εν­δι­α­φέ­ρε­ται, θα συμ­με­τέ­χει, θα σχε­διά­ζει, θα προ­γραμ­μα­τί­ζει και θα α­γω­νί­ζε­ται με πά­θος για τα συμ­φέ­ρον­τα του Δή­μου»; Πώς το ε­κλαμ­βά­νει αυ­τό;

Και ε­πει­δή ο κ. Α­να­στα­σό­που­λος μι­λά για μο­νο­λό­γους, ας μην ξε­χνά ό­τι ο ί­διος τους ε­πι­λέ­γει με προ­ε­κλο­γι­κές ε­νη­με­ρω­τι­κές φι­έ­στες, ό­πως η πρό­σφα­τη, που α­πο­τε­λούν φτη­νά τε­χνά­σμα­τα, κα­τά­λοι­πα άλ­λων ε­πο­χών, για τις ο­ποί­ες πρέ­πει να λυ­πά­ται. Ό­σο για τη μο­να­ξιά, εί­ναι το συ­ναί­σθη­μα που θα νι­ώ­σει ο ί­διος με­τά τις ε­κλο­γές. Γι’ αυ­τό σί­γου­ρα θα λυ­πη­θεί!»