Επιλέγω σήμερα μέσα από ένα άρθρο σκέψεων και προβληματισμών για το αύριο του τόπου μας να αναφερθώ στον άνθρωπο και όχι στους αριθμούς. Όχι στα αποτελέσματα των εκλογών. Να αναφερθώ στον άνθρωπο που απασχολεί την πολιτική μου σκέψη και τον προβληματισμό που καθοδηγεί το όραμά μου. Για αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο εκπονούμε τα προγράμματα. Για αυτόν που σχεδιάζουμε με τους συνεργάτες μου την βελτίωση της ποιότητας ζωής του. Για τον άνθρωπο, για τον οποίο διεκδικούμε κονδύλια για την κοινωνική του προστασία. Για την πρόνοια. Για αυτόν τον άνθρωπο, για τον οποίο σχεδιάζουμε την τοπική μας οικονομία.
Τα τελευταία 60 χρόνια αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη περίοδο στην ιστορία του ανθρώπου κατά την οποία δεν ξέσπασε κάποιας ευρείας κλίμακας σύρραξη η οποία θα οδηγούσε σε παρόμοια καταστροφή εγκαταστάσεων, περιουσιών και ανθρώπων σαν αυτές των δύο παγκοσμίων πολέμων. Ένα από τα οφέλη της ειρήνης είναι η ποιότητα ζωής, την οποία πέτυχαν τα κράτη που ανήκουν στη δύση, μαζί και η χώρα μας, η οποία συνοδεύτηκε από την συσσώρευση πλούτου για το κράτος και τους ανθρώπους. Παρότι μάλιστα στην Ελλάδα αντιμετωπίσαμε πιο έντονη οικονομική αβεβαιότητα και διευρυνόμενες εισοδηματικές ανισότητες, συνυφασμένη με τις πολιτικές ακρότητες του εμφυλίου και της δικτατορίας, οι πολίτες αυτού του τόπου βίωσαν τις περισσότερες βελτιώσεις στο βιοτικό τους επίπεδο συγκριτικά με το οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας.
Χάρη σε αυτή την αύξηση των εισοδημάτων και την βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης οι αποστάσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων μειώθηκαν. Σε όλη αυτή τη περίοδο όμως, το πολιτικοοικονομικό σύστημα έριξε μικρότερο βάρος στη βιομηχανία, αποψιλώνοντας την χώρα και μειώνοντας τα αποθέματά της. Οδήγησε μάλιστα τους πολίτες της και τους επιχειρηματίες στην διοχέτευση του πλούτου αυτού, σε ακόρεστη ζήτηση χρηματοοικονομικών προϊόντων και κάθε λογής περιουσιακών στοιχείων. Ποιος ξεχνά την χρηματιστηριακή φούσκα του 1999 ή την απληστία για στεγαστική πίστη που εκτόξευσε την σχετική αγορά σε δυσθεώρητα οικονομικά μεγέθη;
Ποιο ήταν όμως το σχέδιο για την Ελλάδα; Δυστυχώς από το 2008 σε μια μακρά πορεία που οδήγησε στην ρήξη με την τότε κυβέρνηση και το πολιτικό κατεστημένο προσπάθησα να αναζητήσω αυτό το σχέδιο και να ενημερώσω το σύστημα και τους ανθρώπους του τόπου για αυτό που θα ακολουθούσε. Χωρίς μεγάλη επιτυχία ωστόσο. Προσπάθησα να μιλήσω για μια χρηματοπιστωτική κρίση που πάνω από όλα έβλαψε τον άνθρωπο, μείωσε την κοινωνική πρόνοια και την προστασία των αδυνάτων με σφοδρές επιπτώσεις ακόμα και σε αυτούς που συσσώρευσαν τον πλούτο εξαντλώντας τα αποθέματα στη χώρα.
Παρότι η χώρα μας, με μακρά διακυβέρνηση από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ήταν οργανωμένη πάνω στις αρχές της κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας, μετά από μια μακρά πορεία έλλειψης οράματος και ελέγχου, το αναγκαίο οικονομικό μοντέλο αυτοχρηματοδότησης του συστήματος αυτού διεφθάρει σε σημείο κατάρρευσης. Ανεπαρκώς τελικά σχεδιασμένο, οδήγησε τελικά στην απόγνωση, μετά μάλιστα από πολλά χρόνια προβληματικών οικονομικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν και δίδαξαν την κοινωνία και τους ανθρώπους της να τρέφονται ακόρεστα από τις σάρκες τους.
Τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της σφοδρότερης κρίσης στην μακρά αυτή στρεβλή πορεία δεν είναι ακόμα εμφανή στην καθημερινότητα των ανθρώπων τα σημάδια ριζικής μεταβολής στη χώρα. Ωστόσο υπάρχουν. Αντιθέτως, πολιτικές ομάδες ως μεσσίες υπόσχονται και επιδιώκουν να καταλάβουν την εξουσία με μόνο σκοπό και στόχο τον έλεγχο της κοινωνίας και την επιβολή ενός γύψου στις σημερινές συνθήκες για πολλά χρόνια στο μέλλον.
Η εφαρμογή ριζοσπαστικών πολιτικών που θα επαναφέρουν την οικονομία των υπηρεσιών σε μια νέα αποδοτική βάση και θα την ενισχύσει με την ενδυνάμωση της βιομηχανικής και παραγωγικής οικονομίας αποτελεί μια ξεκάθαρη μεθοδολογία εξόδου από την κρίση. Κάτι που όμως το κεντρικό πολιτικό σύστημα αδυνατεί να ακολουθήσει με τις σύντομες κυβερνητικές θητείες που επιτρέπει το σύνταγμα για την διακυβέρνηση του τόπου. Αυτή όμως η πρόνοια της δημοκρατίας και η ταυτόχρονη αδυναμία για αποτελεσματικότητα ενός μακρόπνοου σχεδιασμού αναδεικνύει το ανταγωνιστικό πολιτικό πλεονέκτημα των Περιφερειών. Γιατί ο τρόπος και ο χρόνος διακυβέρνησης τους, όπως αυτός προκύπτει από την εφαρμογή του νόμου «Καλλικράτης», και η ύπαρξη ολοκληρωμένου σχεδίου, τους επιτρέπει να επαναφέρουν την οικονομία στις παραγωγικές βάσεις σε μια πορεία αντίστροφη: ανάπτυξη από τις Περιφέρειες στην χώρα.
Η συνειδητοποίηση του αδιεξόδου διατήρησης μεγάλων ελλειμμάτων και συσσώρευσης χρεών για την χρηματοδότηση των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας και το διευρυμένο κράτος οδηγεί πλέον στην δημιουργία οικονομίας βασισμένης στην αγορά. Μιας οικονομίας που επικεντρώνεται στον ιδιωτικό χαρακτήρα των επενδύσεων, μέσα από χαμηλότερη φορολόγηση προκειμένου να απελευθερωθεί ο συσσωρευμένος πλούτος του τόπου που τροφοδοτεί την επιχειρηματικότητα.
Το μέλλον όμως έγκειται στην ψηφιακή τεχνολογία, στις τεχνολογίες χαμηλών ρύπων και αποτυπώματος, και στις φαρμακευτικές καινοτομίες και αυτό αποτελεί μια σύγχρονη πρόκληση για εμάς. Το μέλλον είναι χτισμένο για τις γενιές που παράγει σήμερα η κρίση και οφείλουμε απέναντι σε αυτές τις γενιές να σταθούμε υπεύθυνα για να εμποδίσουμε ένα εμφύλιο γενεών. Γιατί πρέπει να είναι ξεκάθαρο στο μυαλό μας ότι τα οικονομικά μιας χώρας μπορούν να αποτελέσουν μια μορφή πολέμου, τα αποτελέσματα του οποίου έχουν την ίδια σφοδρότητα με τις παγκόσμιες συρράξεις. Ο στρατηγικός σχεδιασμός που δημιουργήσαμε πριν από τέσσερα χρόνια και η βήμα- βήμα υλοποίησή του, έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Η επόμενη πενταετία θα είναι εκείνη, στο χρονικό πλαίσιο της οποίας θα επιτύχουμε μια νέα πελοποννησιακή, αναπτυξιακή και ανθρωποκεντρική Αναγέννηση, που θα τραβήξει μπροστά και την χώρα, σε μια νέα δομή, αυτή των ανταγωνιστικών και παραγωγικών περιφερειών, που μπορούν να βγουν μπροστά και να απαιτήσουν την δημιουργία της Νέας Ευρώπης, των ισότιμων ευρωπαίων πολιτών.