Οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις σε μια κοινωνία που γερνά
Θυελλώδεις συζητήσεις στους κύκλους οικονομολόγων και διεθνών αναλυτών έχει δημιουργήσει η ανακοίνωση της απόφασης της κυβέρνησης της Κίνας να επιτρέψει στα ζευγάρια των Κινέζων να αποκτούν έως και δύο παιδιά, αντί ενός, όπως συνέβαινε στην ασιατική χώρα τα τελευταία 35 χρόνια.
Πολλοί αναρωτιούνται πώς το κινεζικό καθεστώς θα ανταποκριθεί στις οικονομικές πιέσεις τις οποίες θα δημιουργήσει μακροπρόθεσμα η συγκεκριμένα απόφαση, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της επί 35ετία ακολουθούμενης πολιτικής.
Η πολιτική του ενός παιδιού είχε υιοθετηθεί το 1979, λίγους μήνες μετά την επίσκεψη του αξιωματούχου του ΚΚ Κίνας Σονγκ Τζιαν στην Ευρώπη και την επαφή του με «δεξαμενές σκέψης» (think tanks), οι οποίες επέσειαν τον κίνδυνο του υπερπληθυσμού και μιας συνακόλουθης οικονομικής κατάρρευσης, όχι μόνον για την Κίνα, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα.
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1978, στην 3η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Κίνας που είχε εκλεγεί από το 11ο Συνέδριό του, ο Τενγκ Σιάο Πινγκ, εκφραστής της δεξιάς τάσης, είχε επικρατήσει, καταδικάζοντας βασικούς άξονες της ριζοσπαστικής κομμουνιστικής πολιτικής του Μάο Τσε Τουνγκ (Μεγάλο Άλμα, Πολιτιστική Επανάσταση) και προωθώντας μια συνολική αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων στην Κίνα.
Η αλλαγή οδήγησε την χώρα από εκείνο το χρονικό σημείο και πέρα σε μια φρενήρη ανάπτυξη καπιταλιστικού τύπου, αυξάνοντας ωστόσο και την ταξική ανισότητα στην κινεζική κοινωνία.
Την εποπτεία της εφαρμογής του μέτρου του «ενός παιδιού», από το 1981, είχε η Εθνική Επιτροπή Πληθυσμού και Οικογενειακού Προγραμματισμού, ενώ από το 2013 η επιτροπή συγχωνεύτηκε με το Υπουργείο Υγείας, στην ενιαία Εθνική Επιτροπή Υγείας και Οικογενειακού Προγραμματισμού.
Η συγκεκριμένη πολιτική έχει δημιουργήσει διάφορα παράδοξα στη σύνθεση του κινεζικού πληθυσμού, με βασικότερο το γεγονός ότι, τα τελευταία 35 χρόνια, έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των ηλικιωμένων σε σχέση με εκείνον των νεότερων πολιτών της χώρας.
Η πολιτική του «ενός παιδιού» υπολογίζεται ότι απέτρεψε τη γέννηση συνολικά 400 εκατομμυρίων νεαρών Κινέζων.
Τα ζευγάρια τα οποία παρέβαιναν την κρατική πολιτική, αντιμετώπιζαν ποινές οι οποίες άρχιζαν από πρόστιμα και απώλεια εργασίας και έφθαναν μέχρι τις υποχρεωτικές αμβλώσεις. Πολλοί Κινέζοι επιδίωκαν να αποκτήσουν δίδυμα, καθώς σε αυτή την περίπτωση, η φύση θα «υπερέβαινε» την κρατική απαγόρευση.
Οι «μικροί αυτοκράτορες» το πρόβλημα 4-2-1
Οι «στρατιές» από μοναχοπαίδια στην Κίνα, στα 35 χρόνια της εφαρμογής της συγκεκριμένης πολιτικής, έχουν δημιουργήσει το φαινόμενο του «μικρού αυτοκράτορα». Πρόκειται για το εκάστοτε μοναχοπαίδι 150 εκατομμυρίων κινεζικών οικογενειών.
Τα παιδιά αυτά, επίκεντρο της ζωής των γονιών και πολλές φορές και των παππούδων τους, συνηθισμένα να αποκτούν ό,τι ζητούν και να ικανοποιείται κάθε επιθυμία τους, έχουν αναπτύξει σχέση απόλυτης εξάρτησης από την οικογένεια τους και ελάχιστη δυνατότητα αυτενέργειας.
Πολλά από τα συγκεκριμένα μοναχικά τέκνα δεν γνωρίζουν να μαγειρεύουν, να σκουπίζουν και κυρίως… να μοιράζονται εμπειρίες και υλικά αγαθά σε κοινωνικό επίπεδο και να δημιουργούν φιλίες.
Το βασικότερο ωστόσο, μιας και οι συγκεκριμένες ιδιότητες δεν αφορούν το σύνολο των παιδιών αυτών, είναι ότι ήδη, αλλά πολύ περισσότερο στο εγγύς μέλλον, καλούνται ή θα κληθούν να αναλάβουν το βάρος της συντήρησης όχι μόνο των δύο γονέων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και των τεσσάρων παππούδων τους, σε μια χώρα στην οποία το κρατικό δίκτυο κοινωνικής προστασίας για φτωχούς και ηλικιωμένους είναι ελάχιστα αναπτυγμένο ή ανύπαρκτο.
Οι κινεζικές οικογένειες, επίσης, προτιμώντας, κατά τις κλασσικές πατριαρχικές αντιλήψεις, τους άρρενες απογόνους και κληρονόμους, προχωρούσαν συχνά σε αμβλώσεις εμβρύων όταν διαπιστωνόταν ότι το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν κορίτσι.
Η αναλογία, το 2014, είχε διαμορφωθεί σε 115,88 γεννήσεις αγοριών για κάθε 100 γεννήσεις κοριτσιών.
Το γεγονός έχει κάνει τις νύφες… «σπάνιο είδος» και, μολονότι η άρση της πολιτικής του ενός παιδιού θα αλλάξει τα δεδομένα μεσοπρόθεσμα, στο άμεσο μέλλον το πρόβλημα θα γίνει χειρότερο.
Υπολογίζεται ότι 30 εκατομμύρια Κινέζοι, έως το 2020, θα ανήκουν στην κατηγορία των δια βίου «εργένηδων», λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής έναντι των γυναικών.
«Το ζήτημα δεν είναι ο πληθυσμός αλλά οι μεταρρυθμίσεις»
Οικονομολόγοι και στελέχη της κινεζικής αγοράς, πάντως, τονίζουν ότι η λύση στην επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας δεν είναι η αύξηση της προσφοράς εργατικών χεριών, όπως στις πρώτες δεκαετίες μετά τη στροφή του 1978, αλλά η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων εκσυγχρονισμού των παραγωγικών μέσων της χώρας, με τη χρήση νέων τεχνολογιών που θα την καταστήσουν συνολικά πιο ανταγωνιστική σε παγκόσμια κλίμακα.
Η γήρανση του πληθυσμού στη χώρα δημιουργεί έτσι ή αλλιώς σημαντική πτώση της εσωτερικής ζήτησης προϊόντων. Μέχρι το 2050, το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας θα είναι ηλικίας άνω των 60 ετών.
Το γεγονός θα οδηγήσει αναπόφευκτα την κυβέρνηση στην ανάγκη για υπέρογκες δαπάνες για τη συντήρηση πολλών εξ αυτών, κυρίως για συντάξεις και προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης.
Πολλοί προβληματίζονται επίσης για το γεγονός ότι, το πρώτο διάστημα μετά την εφαρμογή του νέου μέτρου των «δύο παιδιών», τα νεαρά τέκνα των Κινέζων, μέχρι να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, μετά από 20 και πλέον χρόνια, θα αυξήσουν προσωρινά το ποσοστό του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, αυξάνοντας περαιτέρω τις πιέσεις στα δημόσια οικονομικά της Κίνας.
Οι οικονομικά ενεργοί Κινέζοι φθάνουν περίπου τα 910 εκατομμύρια, σε σύνολο πληθυσμού 1,37 δισεκατομμυρίων.