Το σχέδιο διακήρυξης του Δημοκρατικού Κόμματος του Aλ.Παπαδόπουλου περιλαμβάνει 12 σημεία.
Οι 12 θεμελιώδεις αρχές του νέου Δημοκρατικού Κόμματος του Αλέκου Παπαδόπουλου περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Διακήρυξης όπου επισημαίνεται πως ο αγώνας πρέπει κυρίως να δοθεί «στο κρίσιμο ζήτημα του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας από ένα αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μόρφωμα, υποτελές στο πελατειακό κράτος και τον παλαιοκομματισμό, σε μία χειραφετημένη και αυτόνομη κοινωνική συλλογικότητα, δημοκρατική, παραγωγική και δημιουργική, τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο, κυρίως, στο πνευματικό»
Ολόκληρη η διακήρυξη
Στοχάσου και αρκεί (από τον πρόλογο στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ)
1. Αντικρίζουμε την αλήθεια για την κρίση
Ζώντας τη βαθειά κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα και τους θανάσιμους κινδύνους που την αγγίζουν, εμείς, πολίτες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, διαφορετικά επαγγέλματα, κοινωνικές τάξεις και ηλικιακές γενιές, αποφασίζουμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να συγκροτήσουμε το Δημοκρατικό Κόμμα, με σκοπό να αγωνιστούμε συντονισμένα και αποτελεσματικά για την υπέρβαση αυτής της παρακμιακής κατάστασης, την καταπολέμηση των χρόνιων παθογενειών που τη δημιούργησαν και την αποτροπή των απειλών που ορθώνονται για το μέλλον του Ελληνισμού. Να δούμε κι επιτέλους να πούμε την αλήθεια: Για την Ελλάδα και τους Έλληνες, ο χρόνος έχει από πολλού εξαντληθεί και μαζί τέλειωσαν τα ψέματα.
Πολλοί πιστεύουν ότι η πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε σηματοδοτεί απλώς το τέλος της μεταπολίτευσης. Πεποίθησή μας, όμως, είναι ότι έκλεισε συνολικά η πρώτη περίοδος της νεότερης ιστορίας μας. Είναι εκείνη που ουσιαστικά άρχισε με την ναυμαχία του Ναυαρίνου και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Ενας ιστορικός κύκλος συμπληρώθηκε, εξαντλήθηκε, για να μας φτάσει στην αφετηρία μιας νέας εποχής.
Τα τελευταία χρόνια, η τομή που έχει συντελεστεί είναι βαθειά. Κατάρρευσαν μύθοι, ιδεοληψίες, μέθοδοι και πρακτικές που συγκροτούσαν το ίδιο κυρίαρχο εθνικό αφήγημα με πολλές παραλλαγές και μεταμορφώσεις. Φτάνουμε έτσι να μιλήσουμε όχι απλώς για την αναγκαιότητα μιας νέας μεταπολίτευσης, υποκατάστατου της καταθλιπτικής που ξέμεινε στα δεκανίκια της, αλλά για την μείζονα πολιτική ανατροπή μετά από 200 χρόνια ελεύθερου βίου, που θα δώσει νέο κράτος, διαφορετικές δομές και καινούργιο περιεχόμενο στον εθνικό βίο.
Το 2021 που συμπληρώνονται 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, πρέπει να τα γιορτάσει μια Νέα Ελλάδα.
Επαγγελλόμαστε, λοιπόν, μια ρήξη που εκτείνεται όχι μόνον στον περιορισμένο χρόνο της μεταπολίτευσης, για το κλείσιμο του κύκλου της οποίας αρέσκονται να μιλούν πολλοί, αλλά σε απόλυτο βάθος, υπερκαλύπτοντας τους δύο αιώνες της εθνικής παλινόρθωσης, με φιλοδοξία να επανανιχνευθούν οι αφετηρίες και να επαναπροσδιορισθούν ιδεολογήματα και πρακτικές.
Πρόκειται για μια δημοκρατική ανάταση που θέλουμε να μας οδηγήσει προς ένα νέο δικό μας Ναυαρίνο, μια καινούργια ιστορική πορεία και ένα διαφορετικό ιστορικό κεφάλαιο απαρχή μιας εθνικής αναδημιουργίας.
Καλούμε όσους συναισθάνονται την ανάγκη ενός τέτοιου εγχειρήματος να στοιχηθούν γύρω από ένα ρηξικέλευθο πολιτικό αφήγημα, που θα δίνει πρωτεύουσα σημασία στο τι πρέπει να γίνει και δευτερεύουσα στο τι έγινε, αλλά θα αξιοποιεί την «ιστορική μνήμη» του λαού μας.
Η στόχευσή μας προϋποθέτει συνδυασμό οράματος και ρεαλισμού, αλλά πάνω απ’ όλα πεισμώδη βούληση για σύγκρουση, ρήξεις και ανατροπές. Είναι νοοτροπίες που οφείλουν να εκλείψουν, λαϊκιστές και δημαγωγοί που επιβάλλεται να παραγκωνισθούν, παθογένειες που είναι ανάγκη ν’ αναστραφούν, αγκυλώσεις που πρέπει να ξεπερασθούν.
2. Εντοπίζουμε τις παθογένειες του παρελθόντος
Η απόφασή μας για την δημιουργία ενός νέου κόμματος προκύπτει, σε μεγάλο βαθμό, από τη συνειδητοποίηση ότι το πολιτικό πρόβλημα της χώρας είναι ο γεννήτωρ του οικονομικού της προβλήματος. Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα και τα υπάρχοντα κόμματα δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών, όχι μόνο διότι έλκουν την καταγωγή τους από το παλαιοκομματικό παρελθόν της χώρας, αλλά και διότι ευθύνονται απολύτως για τα δεινά της. Είναι αυτά που έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο για την εμφάνιση και κορύφωση της παρούσας κρίσης, χωρίς να αφίστανται των δικών τους ευθυνών κοινωνικές και οικονομικές ομάδες οργανωμένων συμφερόντων. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, οι δυσλειτουργίες και οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας είναι συνυφασμένες με την καθολική επικράτηση του λαϊκισμού στη λειτουργία του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και την πολιτική φυσιογνωμία των παλαιών κομμάτων, τα οποία ως εκ τούτου όχι μόνο αδυνατούν να προσφέρουν διέξοδο και λύσεις, αλλά επιτείνουν τα αδιέξοδα και πολλαπλασιάζουν τα προβλήματα. Πολύ χειρότερα, επειδή δεν μπορούν να προσφέρουν έναν ορίζοντα για το μέλλον, επιστρέφουν στο παρελθόν δημιουργώντας συνθήκες διχασμού μέσα στο λαό μας.
Εάν δεν θέλουμε να εμπαίζουμε αυτοεμπαιζόμενοι, τελικά η βάναυση χρεωκοπία που βιώνουμε ως χώρα και ως πολίτες δεν είναι μονοδιάστατη. Και δεν προσδιορίζεται απλώς με όρους οικονομικής κατολίσθησης, που είναι τελικά το παράγωγο παρακμιακό σύμπτωμα. Η πραγματική χρεωκοπία είχε συντελεσθεί πολύ πριν, ως κακοήθης και σε μετάσταση νεοπλασία, η οποία αποσάθρωσε τους όποιους θεσμούς διέθετε η χώρα, τις περιορισμένες έστω διαδικασίες και κανόνες που διέθετε και προπάντων το πολιτικό ήθος.
Βασικοί και αυτονόητοι στόχοι, όπως διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας, δημοκρατική συμπεριφορά, παραγωγικότητα για βιώσιμη οικονομία, παιδεία για ανάπτυξη και πολιτισμό, διαμόρφωση κοινωνικής συνοχής, προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, έχουν φανεί ανυπέρβλητοι για το υπάρχον πολιτικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να διαμορφώσει έστω ορισμένες υποφερτές προοπτικές για την κοινωνία μας.
3. Αναζητούμε ένα ζωογόνο κλίμα
Σε μια τέτοια ιστορική καμπή και συνάμα περίοδο μεγάλων ανατροπών, η χάραξη πολιτικής δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε τεχνοκρατικά κριτήρια, αλλά πρέπει κυρίως να επιστρατεύει τον συναισθηματικό παράγοντα. Είναι το πνευματικό και ιδεολογικό υπόβαθρο το οποίο κινεί συλλογικές συνειδήσεις που καθοδηγούν και εμπνέουν. Είναι η έννοια του ηθικού χρέους, η πίστη που ορίζει ένα σκοπό, τελικά η αφύπνιση ενός λαού που οδηγεί στην Μεγάλη Αλλαγή.
Θα αναζητήσουμε τα στοιχεία για την ανατροπή και το άνοιγμα μια νέας ιστορικής περιόδου στις νησίδες της αρετής που υπάρχουν πάντα στην καθημερινότητά μας, σε απλούς ανθρώπους φύλακες της αντίστασης, σε τόπους και ομάδες όπου εκτρέφεται η ελπίδα και κυοφορείται το μέλλον.
Πρόκειται κυρίως για εκείνες τις γενιές που νοιώθουν πως όσα συμβαίνουν σήμερα στη χώρα δεν τους αφορούν, γιατί δεν συμβάλουν στην οικοδόμηση του μέλλοντός τους. Είναι η περίπτωση ολόκληρων κατηγοριών νέων ανθρώπων από το σύνολο του πολιτικοκοινωνικού φάσματος, του χώρου εργασίας, του επιχειρηματικού τομέα, του επιστημονικού πεδίου, που μπορούν να στοχάζονται και να κρίνουν ορθά, να δρουν και να πράττουν με ευθυκρισία και ορθογνωμία και ακόμη να οραματίζονται ελεύθερα. Είναι κυρίως αυτοί που θα οδηγήσουν μετά από 200 χρόνια ελεύθερου βίου τη χώρα σε μια νέα Ελληνική Άνοιξη.
Ταυτόχρονα, έχοντας εισέλθει για τα καλά στον 21ο αιώνα, έχει γίνει φανερή η ανάγκη μιας νέας κοινωνικής-πολιτικής-οικονομικής «ατζέντας» και για τη δική μας χώρα, που, όπως στα περισσότερα από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, θα εισάγει στο δημόσιο διάλογο και τις πολιτικές αποφάσεις τα θέματα-προκλήσεις ενός μέλλοντος που έχει αρχίσει να γίνεται παρόν. Όσο κι αν περιστρεφόμαστε τα τελευταία χρόνια, τελικά ομφαλοσκοπώντας, γύρω από την ιδιαίτερη κρίση της χώρας, φαινόμενα και σοβαρές τάσεις της εποχής, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η διάδοση των νέων τεχνολογιών στην πληροφορία και επικοινωνία, η αλματώδης ανάπτυξη των βιο-επιστημών, η γενίκευση της οικολογικής κρίσης, τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα της εποχής, οι ευρύτερες εξελίξεις στην Eυρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη, η αναζήτηση μιας νέας ανταγωνιστικότητας για την ευρωπαϊκή οικονομία και ενός ανανεωμένου «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», η εκ των πραγμάτων αναγκαία στροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη, η πολυφυλετική και πολυπολιτισμική σύνθεση που αρχίζει να χαρακτηρίζει τα εθνικά κράτη της Eυρώπης και τέλος η συζήτηση για το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Κοινότητας, είναι ζωτικά θέματα του καιρού μας, που όχι μόνο δεν επισκιάζονται από τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό μας, αλλά τα συμπληρώνουν και σε μεγάλο βαθμό τα υπερβαίνουν.
4. Πηγαίνουμε από το παλιό στο καινούργιο
Είναι εμφανές σε κάθε υγιώς σκεπτόμενο Έλληνα πολίτη πως η ανανέωση της πολιτικής ζωής του τόπου και η ουσιώδης συμβολή στην προσπάθεια αλλαγής πορείας για την χώρα μπορεί να τροφοδοτηθεί μόνον από δυνάμεις που δεν τις συνδέει τίποτε με τον λαϊκισμό, τον παλαιοκομματισμό, τους υπάρχοντες κομματικούς μηχανισμούς και τα ποικιλώνυμα κοινωνικο-οικονομικά τους ερείσματα. Από δυνάμεις που μπορούν να συμβάλλουν στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, και επιπλέον, μπορούν και θέλουν να ενώσουν, όχι να διχάσουν.
Η παρούσα κρίση οφείλεται στο γεγονός ότι συνολικά ο τρόπος οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας μας, όχι μόνον τις πρόσφατες δεκαετίες αλλά ήδη από τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, εξελίσσει τις αντινομίες και ανισορροπίες, για να φτάσει τα τελευταία χρόνια σε μια δραματική κορύφωση. Η μεταπολίτευση, αποκατέστησε τη Δημοκρατία, πλην όμως η ελληνική κοινωνία δεν είχε την εμπειρία να διαχειριστεί κατά τρόπο αποτελεσματικό τις νέες δυνατότητες που απέκτησε μέσα σ’ αυτήν. Και αντί της δημιουργίας συνθηκών ισονομίας μέσω κατάργησης των προνομίων των μειοψηφιών και οικοδόμησης μίας νέας πραγματικότητας σε στέρεες βάσεις, το μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό θεώρησε ότι η ισονομία και η κοινωνική δημοκρατία είναι δυνατόν να προκύψουν από την απλή, σταδιακή επέκταση στο σύνολο του κοινωνικού σώματος των προνομίων που προηγουμένως απολάμβαναν οι ολίγοι προνομιούχοι του μετεμφυλιακού κράτους.
Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε μία νέα ασυμμετρία: πάνδημα προνόμια χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα και υποστήριξη από την πραγματική ελληνική οικονομία. Η κρίση που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα σηματοδοτεί, συνεπώς, το τέλος της ανώμαλης μεταπολεμικής περιόδου, συμπεριλαμβανόμενης και της μεταπολίτευσης, περιόδου στην οποία ουδέποτε υπήρξε αυτό που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της αληθινής δημοκρατίας: ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών. Η αποκατάσταση αυτού ακριβώς του ισοζυγίου και μόνο μπορεί να επιτρέψει την υπέρβαση της κρίσης και την στερέωση της πολιτικής και οικονομικής Δημοκρατίας στη χώρα μας με κοινωνική δικαιοσύνη, ισονομία και ισοπολιτεία.
5. Εμποδίζουμε η κρίση να επηρεάσει την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα
H απώλεια οικονομικής κυριαρχίας μιας χώρας, όπως αυτή που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια με την κρίση, μπορεί να δημιουργήσει αρνητικές συνέπειες και για τη γενικότερη εθνική κυριαρχία της. Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται τώρα για την εθνική ανεξαρτησία και τη γεωπολιτική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Η χώρα μας βρίσκεται σε μια κρίσιμη γεωπολιτική περιοχή, στο γεωγραφικό μεταίχμιο μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Το στοιχείο αυτό αποτελεί μεν πλεονέκτημα, αλλά συνάμα και πρόβλημα, καθώς η Ελλάδα έχει συχνά βρεθεί μεταξύ αντιτιθέμενων συνασπισμών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων, έως και πολιτισμών. Μακριά από μονομανίες και θεωρίες ότι ο ελληνισμός είναι στο επίκεντρο συνομωσιών σκοτεινών δυνάμενων, μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων πείθει κάθε ψύχραιμο παρατηρητή ότι η Ελλάδα υποχρεούται, από τη γεωπολιτική θέση της, να έχει ως διαχρονική προτεραιότητα μια πολυδιάστατη πολιτική εθνικής ασφάλειας και άμυνας, η οποία πρέπει να εκτείνεται σε πολλά επίπεδα: στρατιωτικό, διπλωματικό, πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό.
Γνωρίζουμε ότι η χώρα μας είναι πλέον υποχρεωμένη να πορεύεται σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, με αναπόφευκτη όσμωση λαών και πολιτισμών, με μετακινήσεις πληθυσμών και ενίοτε με συγκρούσεις πολιτισμικών ρευμάτων έως και θρησκευτικών αντιλήψεων. Είμαστε οπαδοί μιας Ελλάδας πνευματικά ανοικτής, σε διαρκή συνομιλία με τον πλούτο των άλλων πολιτισμών. Όμως, αυτό ταυτόχρονα σημαίνει διατήρηση απαραβίαστων συνόρων και δικαίωμα του ελληνικού έθνους να αυτοπροσδιορίζεται και να ορίζει την πορεία του στον χώρο και στον χρόνο της ιστορίας, δηλαδή να διαμορφώνει και να περιφρουρεί την συλλογική ταυτότητά του και τις αξίες του. Συνεπάγεται, επίσης, την εφαρμογή, σε εθνικό επίπεδο και όπου είναι εφικτό από κοινού με τους εταίρους μας στην ΕΕ, μιας μεταναστευτικής πολιτικής που επιτρέπει την αφομοίωση όσων ανθρώπων από άλλες χώρες μπορούν να ζήσουν στη χώρα μας, στα πλαίσια μια γόνιμης πολυφυλετικότητας και πολυπολιστισμικότητας, αλλά και τον έλεγχο των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών σε επίπεδα διαχειρίσιμα από το κράτος και την κοινωνία.
6. Διαμορφώνουμε στρατηγική αντίληψη για την Ευρώπη και τον Κόσμο
Η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ αποτελεί τις δύο σταθερές της εξωτερικής μας πολιτικής. Σκοπός της συμμετοχής μας σ’ αυτούς τους διεθνείς οργανισμούς είναι, αφενός να προωθούμε με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο την επίτευξη των θεμελιωδών εθνικών μας στόχων και αφετέρου να προάγουμε τις συλλογικές αξίες του ευρωπαϊκού και δυτικού πολιτισμού. Χωρίς να υποτάσσουμε, τους στόχους και την πολιτική εθνικής άμυνας και ασφάλειας της χώρας μας σε επιμέρους σκοπιμότητες των δύο οργανισμών, εργαζόμαστε για να συνδιαμορφώσουμε με τους εταίρους μας μια πορεία της διεθνούς κοινωνίας προς εξελιγμένες δομές δημοκρατίας, περισσότερη ευημερία και σταθεροποιημένη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η συστράτευση της Eλλάδας με εκείνες τις δυνάμεις που αγωνίζονται στην EE για τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με το σταδιακό μετασχηματισμό της Ένωσης σε πραγματική πολιτική και οικονομική ομοσπονδία.
Στον εγγύς γεωπολιτικό μας χώρο, προσβλέπουμε σε ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη με τα γειτονικά μας κράτη. Πιστεύουμε ότι μια ειρηνική και φιλική συνύπαρξη δεν μπορεί να στηριχθεί σε τίποτε άλλο παρά στον αμοιβαίο σεβασμό και την τήρηση των κανόνων καλής γειτονίας. Η Ελλάδα δεν έχει βλέψεις και επιβουλές σε βάρος άλλων χωρών. Ωστόσο, είναι μια χώρα που ιστορικά έχει βρεθεί σε άμυνα απέναντι σε ηγεμονισμούς, επεκτατισμούς και αλυτρωτισμούς, ορισμένοι από τους οποίους επανακάπτουν στην περιοχή της. Η εγρήγορση που απαιτεί αυτή η κατάσταση είναι ένας επιπλέον λόγος για να βγούμε το ταχύτερο από την οικονομική κρίση που μας εξασθενεί όχι μόνον ως κοινωνία αλλά και ως έθνος.
7. Επιδιώκουμε την ανάταξη στη θέση του οφειλέτη και του ουραγού
Το όραμά μας για την Ελλάδα βρίσκεται στον αντίποδα της σημερινής πραγματικότητας. Στη θέση μιας χώρας εξαρτημένης από το εξωτερικό υλικά, πνευματικά και ιδεολογικά, οραματιζόμαστε ένα κράτος πλήρως ενσωματωμένο στην παγκόσμια κοινότητα μεν, αλλά αυτόνομο, αυτοδύναμο, με αυτοπεποίθηση, πρωτοπόρο και δημιουργικό σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Μια χώρα η οποία θα συμμετέχει στο διεθνές γίγνεσθαι ως γενεσιουργός και πάροχος καινοτομίας, είτε άυλων ιδεών, είτε υλικών προϊόντων, είτε πρακτικών λύσεων, είτε πολιτισμικών αξιών. Δεν μπορούμε να συμβιβασθούμε με την πραγματικότητα της χώρας μας απλά ως εισαγωγέα, αντιγραφέα και απλό καταναλωτή όλων αυτών.
Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες, παρά τα προβλήματα και τις δικές τους δυσκολίες, προχωρούν οικονομικά, κοινωνικά, τεχνολογικά και εμείς μένουμε πίσω, αποκλίνοντας τα τελευταία χρόνια αντί να συγκλίνουμε. Κινδυνεύουμε έτσι να γίνουμε ξανά ο ασθμαίνων Βαλκάνιος ουραγός της ευρωπαϊκής μοίρας. Η ανάταξη της χώρας που θα επιδιώξουμε και με την ίδρυση του κόμματός μας αποσκοπεί στο να αποβεί η Ελλάδα αυτάρκης εταίρος και διεκδικητής ενός πλέον φιλόδοξου ρόλου από εκείνον του αναξιόπιστου οφειλέτη της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Ένας βασικός λόγος για τη σημερινή μας κατάσταση είναι η ιστορική παθογένεια του νεότερου ελληνισμού, που αδυνατεί να συναρθρώσει δημιουργικά και επιτυχημένα τον παραδοσιακό τρόπο αντίληψης του κόσμου και οργάνωσης της ζωής του, με τις αδήριτες αναγκαιότητες της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας. Η ανόρθωση του ελληνισμού, η εξυγίανση και η ανανέωση του έθνους μας είναι πρωτίστως μια πνευματική πρόκληση. Μία πρόκληση για τη διαμόρφωση ενός νέου συλλογικού κοσμοειδώλου, μιας καινούργιας συλλογικής εθνικής ταυτότητας και νοοτροπίας, στηριγμένων στα υγιή στοιχεία της παράδοσης και της ιστορικότητάς μας και απαλλαγμένων από παραδοσιακές εθνικές παθογένειες και διαχρονικά ελαττώματα.
8. Επιβάλλουμε πλήρη χειραφέτηση από την πελατοκρατία και τον παλαιοκομματισμό
¨Ένα πάγιο στοιχείο στη σύγχρονη ιστορία μας που υπονομεύει ανέκαθεν την πορεία της χώρας προς την πρόοδο και την κοινωνική χειραφέτηση της είναι η πολιτική πελατοκρατία. Μέσα από αυτό επιβιώνουν οι πιο νοσηρές πλευρές της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Είναι το φαινόμενο που συντηρείται και υποστηρίζεται ακόμη και σήμερα από το παλαιοκομματικό σύστημα, την πιο σημαντική τροχοπέδη που εμποδίζει την κοινωνία μας να βαδίσει προς την ανάπτυξη και την ευημερία. Το πελατειακό κράτος ανανεώθηκε και ενδυναμώθηκε στην μεταπολεμική περίοδο καταφέρνοντας να εναγκαλισθεί όλους τους μείζονες πολιτικούς σχηματισμούς, από τη δεξιά έως την αριστερά. Έχοντας συγχωνευθεί μαζί τους, πέτυχε να δημιουργήσει ένα από τα πιο έντονα φαινόμενα λαϊκισμού παγκοσμίως και τελικά να οδηγήσει τη χώρα στη σημερινή βαθειά δομική κρίση.
Πιστεύουμε ότι ο αγώνας για την πνευματική αναγέννηση του έθνους πρέπει να δοθεί κυρίως στο κρίσιμο ζήτημα του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας από ένα αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μόρφωμα, υποτελές στο πελατειακό κράτος και τον παλαιοκομματισμό, σε μία χειραφετημένη και αυτόνομη κοινωνική συλλογικότητα, δημοκρατική, παραγωγική και δημιουργική, τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο, κυρίως, στο πνευματικό.
Το κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι, από καταβολής του νέου ελληνικού κράτους, η ισχυρή ασυμμετρία μεταξύ της ισχνής παραγωγικής δυνατότητας και του ισχυρού καταναλωτικού εθισμού, των κυρίαρχων, ως επί το πλείστον, κοινωνικών στρωμάτων. Η διαρθρωτική αυτή ανισορροπία, ιστορικά, μορφοποιείτο και λειτουργούσε με ενδιάμεσο ένα υδροκέφαλα δομημένο, καταπιεστικό, διεφθαρμένο και κυρίως αντιπαραγωγικό κράτος. Ακόμη και σήμερα εκεί βρίσκεται η πηγή των περισσότερων προβλημάτων. Για τον λόγο αυτό ένα πολιτικό κίνημα εθνικής αναγέννησης δεν θα μπορούσε παρά να έχει ως κεντρικό πολιτικό του στόχο την κατάλυση του πελατειακού κράτους και την ποδηγέτηση των μηχανισμών κοινωνικής επικυριαρχίας και εκμετάλλευσης που εκπορεύονται από αυτό. Πολύ περισσότερο όταν είναι φανερό από την διεθνή εμπειρία ότι η υγιής ανάπτυξη μιας χώρας δεν είναι εφικτή εάν επικεφαλής της αναπτυξιακής της προσπάθειας δεν βρίσκεται ένα ισχυρό και αποτελεσματικό επιτελικό κράτος, που βρίσκεται στον αντίποδα του πελατειακού, διεφθαρμένου και παρασιτικού μορφώματος που καταδυναστεύει έως και σήμερα την ελληνική κοινωνία.
9. Συνδυάζουμε παραγωγική ανόρθωση, βιώσιμη ανάπτυξη και νέο ρόλο του κράτους
Το επιτελικό κράτος που οραματιζόμαστε είναι ένας συλλογικός θεσμός, ο οποίος, αφ’ ενός θα ευνοεί και θα ενισχύει τις υγιείς παραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες της χώρας, και, αφ’ ετέρου, θα μεριμνά για την κατοχύρωση και την εμπέδωση συνθηκών κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα τέτοιο κράτος μπορεί να διευκολύνει το πέρασμα της Eλλάδας στη «νέα οικονομία» της γνώσης/καινοτομίας, της ενισχυμένης ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής συνοχής που αποτελεί και τη βασική στρατηγική της ΕΕ από την αρχή του νέου αιώνα.
Σε μια τέτοια στόχευση, το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών σε εκείνους τους κλάδους όπου ο ιδιωτικός τομέας είναι αποδεδειγμένο ότι προσφέρει τα προϊόντα του με οικονομικά αποτελεσματικότερο και κοινωνικά ωφελιμότερο τρόπο. Ως εκ τούτου, ένα επιτελικό κράτος, οφείλει να περιορίζει την παραγωγική του δραστηριότητα μόνο σε εκείνα τα αγαθά και υπηρεσίες όπου υπερτερεί έναντι του ιδιωτικού τομέα. Οι κλάδοι αυτοί αφορούν τα λεγόμενα φυσικά μονοπώλια, εκείνα που σχετίζονται με τα δίκτυα κοινωνικής ωφελείας. Έχοντας υπ’ όψιν μας την ελληνική και διεθνή εμπειρία θεωρούμε ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι παραγωγός και πάροχος των υπηρεσιών που διακινούνται μέσω των δικτύων κοινής ωφελείας παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις ή με σχήματα Συμπράξεων Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Το Δημόσιο, ωστόσο πρέπει να κατέχει και να διαχειρίζεται εξ ολοκλήρου την υποδομή και τα δίκτυα διανομής και να ασκεί πλήρως ρυθμιστικό έλεγχο στην αγορά ώστε να μην δημιουργούνται μονοπωλιακές καταστάσεις εις βάρος των καταναλωτών.
Η δημιουργία ολοκληρωμένου δικτύου υποδομών στη χώρα για την ομαλή διεκπεραίωση των οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών της αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου. Στην ανάγκη αυτή το κράτος δεν έχει διαχρονικά ανταποκριθεί επαρκώς, κυρίως λόγω της ροπής του παλαιοκομματισμού προς την υποστήριξη του παρασιτισμού και την παροχέτευση των διαθεσίμων κονδυλίων για την ικανοποίηση των συμφερόντων οικονομικών κέντρων, τα οποία εξειδικεύτηκαν στη δέσμευση και ποδηγέτηση των ευρωπαϊκών πόρων. Επιπλέον, ο παλαιοκομματισμός φρόντιζε να ικανοποιεί με τα χρήματα από την ΕΕ τις καταναλωτικές ανάγκες της πολιτικής του πελατείας, παρά να δημιουργεί πραγματική ανάπτυξη για τη χώρα.
Με δεδομένη τη στενότητα επενδύσιμων πόρων για έργα υποδομής αλλά και δράσεων που προκαλούν προστιθέμενη αξία στην οικονομία, το Δημόσιο οφείλει να προσεγγίζει το θέμα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και δογματισμούς, αξιοποιώντας όλες τις διαθέσιμες μεθόδους. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι θεσμοί συνεργασίας δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, τόσο στο στάδιο της κατασκευής όσο και εκμετάλλευσης των υποδομών.
Η παραγωγική και επιχειρηματική προσπάθεια στην Ελλάδα συναντά σε κάθε βήμα της εμπόδια εκ μέρους του κράτους. Για την αλλαγή αυτής της κατάστασης απαιτείται πάταξη της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, αλλά και οριστική διαμόρφωση ενός σταθερού, διαφανούς και λογικού φορολογικού συστήματος.
Σε ό, τι αφορά την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, δεν την εννοούμε με τον τρόπο που επιτελέσθηκε μέχρι σήμερα, δηλαδή ως απλώς ποσοτική μεγέθυνση που υποβάθμισε το περιβάλλον και κατέστρεψε σημαντικό ποσοστό της ελληνικής φύσης. Στη σημερινή εποχή, για κάθε εξελιγμένη κοινωνία η υιοθέτηση μιας «βιώσιμης ανάπτυξης» αποτελεί βασική συνιστώσα για την οποιασδήποτε κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, ώστε αυτή να συνδυάζεται με την προστασία του περιβάλλοντος και την ποιότητα της ζωής μας.
Ετσι και για εμάς, παραγωγική ανάπτυξη και κοινωνικός πλούτος σημαίνει προστασία, σεβασμός και αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Άλλωστε το ίδιο το περιβάλλον αποτελεί τμήμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, ελάχιστα αξιοποιημένο έως σήμερα. Υπό το πρίσμα αυτό, μέτρο της επιτυχίας της αναπτυξιακής προσπάθειας είναι η περιφρούρηση και αναβάθμιση του περιβάλλοντος και της ελληνικής φύσης και πολιτιστικής κληρονομίας.
Ακόμη, θεωρούμε χρήσιμες τις κοινοτικές και συνεργατικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής και ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. H τάση αυτή σχετίζεται με την ανάπτυξη διεθνώς του λεγομένου «τρίτου πόλου της οικονομίας», δίπλα σε εκείνους της αγοράς και του κράτους.
Έτσι και στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε θετικά τέτοιες πρωτοβουλίες, οι οποίες μπορούν, δίπλα στο κράτος και τον ιδιωτικό τομέα, να αποτελέσουν έναν εναλλακτικό πυλώνα της οικονομίας, υπό την αυστηρή, όμως, προϋπόθεση ότι θα είναι αυτοδύναμες και οικονομικά βιώσιμες, χωρίς να επιδιώκουν διαρκή επιδότηση από τους φορολογούμενους πολίτες, κατάσταση που μπορεί να καταλήξει στην κατάχρηση της συνεταιριστικής και κοινοτικής ιδέας που βιώσαμε στο παρελθόν.
10. Αξιοποιούμε τη νέα τεχνολογία και καινοτομία Αναπροσανατολίζουμε την Παιδεία
Η έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών αποτελεί στην Ελλάδα μία καχεκτική πτυχή του παραγωγικού και οικονομικού βίου, και αυτό εν πολλοίς αντανακλάται στον ασθενή παραγωγικό δυναμισμό της χώρας. Οι δραστηριότητες αυτές πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα σε κάθε πολιτικό εγχείρημα αναπτυξιακής πνοής. Όχι μόνο διότι τα προϊόντα τους αποτελούν εκ των πλέον σημαντικών εισροών στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και διότι το υψηλό επιστημονικό επίπεδο μίας κοινωνίας αποτελεί αυταξία, υποδηλώνοντας τον βαθμό της κοινωνικής προόδου που έχει επιτύχει.
Στη χώρα μας απαιτείται μεγαλύτερη προώθηση, από αυτή που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια, της «κοινωνίας των πληροφοριών» και της εκμετάλλευσης των τεραστίων δυνατοτήτων που δημιουργεί για την οικονομία, την εκπαίδευση/επιμόρφωση, τη λειτουργία του κράτους αλλά και την καθημερινή ζωή των πολιτών. Επίσης, χρειάζεται ενθάρρυνση και από την πλευρά του κράτους των «επαναστάσεων των βιοεπιστημών» και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων τους, με παράλληλη αναζήτηση από κοινού με τους εταίρους μας στην EE εκείνων των ρυθμίσεων που απαιτούνται προκειμένου οι εν λόγω τεχνολογικές εξελίξεις να μην ξεφύγουν από τον κοινωνικό έλεγχο.
Φυσικά, δεν νοείται άνθηση του επιστημονικού και τεχνολογικού δυναμικού της χώρας εάν δεν αναδιοργανωθεί εκ βάθρων ο τομέας της Παιδείας. Πιστεύουμε, συνεπώς, ότι στο πεδίο αυτό η κοινωνία μας αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη πρόκλησή της. Άλλωστε, η μακροχρόνια έκβαση της μάχης για την ανόρθωση της χώρας, θα κριθεί, σε τελευταία ανάλυση, στον χώρο της Παιδείας, ο οποίος πέραν από την συμβολή του στην οικονομική ανάπτυξη, σχετίζεται με κάτι ακόμη πιο πρωταρχικό: είναι, κατά κύριο λόγο, ο χώρος εκείνος που εμπεριέχει και καθορίζει τα δυναμικά στοιχεία που μπορούν να τροφοδοτήσουν την πνευματική και ηθική ανάταξη της κοινωνίας μας. Για τον λόγο αυτό πιστεύουμε ότι η Παιδεία ως συνώνυμο του πολιτισμού και της συλλογικής μας ταυτότητας πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα όχι μόνο για το κόμμα μας, ή και για τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά για κάθε Έλληνα πολίτη.
11. Προωθούμε νέο μοντέλο κοινωνικής προστασίας, αναδιοργανώνουμε ριζικά τη Διοίκηση
Η χώρα λόγω της κρίσης, αλλά και πέραν αυτής, έχει επείγουσα ανάγκη για ένα νέο σύστημα κοινωνικής προστασίας των πολιτών της. Κεφαλαιώδης σε αυτό πρέπει να είναι ο ρόλος τους Δημοσίου. Εν τούτοις, συμμετοχή πρέπει να έχει και ο ιδιωτικός τομέας.
Θεωρούμε ότι στην Ελλάδα, όπως και στα υπόλοιπα κράτη μέλη της EE, πρέπει άμεσα να αναζητηθεί και να εφαρμοστεί ένα «νέο κοινωνικό μοντέλο» που θα βασίζεται στις εκτυλισσόμενες πανευρωπαϊκά πολιτικές απασχόλησης, στην αναχαίτιση της δημογραφικής συρρίκνωσης, στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις των προνοιακών πολιτικών ώστε να γίνουν βιώσιμες και πιο δίκαιες, καθώς και στην ανάπτυξη της «κοινωνικής ευθύνης» των επιχειρήσεων.
Σε όλα αυτά, το κράτος πρέπει είναι θεσμός παραγωγής κοινωνικής δικαιοσύνης. Και βεβαίως όχι με τον τρόπο που επεχείρησε να υλοποιήσει τον στόχο αυτό το παλαιοκοματικό-πελατειακό σύστημα, μέσω αθρόων διορισμών δημοσίων υπαλλήλων, αλλά με κατάλληλες πολιτικές οι οποίες αφ’ ενός μεν θα μεριμνούν για την ύπαρξη θεσμών κοινωνικής πρόνοιας, ιδιαίτερα προς όφελος των αναξιοπαθούντων, αφ’ ετέρου θα προάγουν το καθεστώς των ίσων ευκαιριών για όλους τους πολίτες στα πλαίσια μίας βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, τα οφέλη της οποίας θα διαχέονται σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού. Το συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως πηγή μακροοικονομικής ανισορροπίας αλλά και διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, επείγει να μεταρρυθμιστεί με ριζοσπαστικό τρόπο ώστε να μετασχηματισθεί στο αντίθετό του, δηλαδή σε ένα όργανο αναπτυξιακής πολιτικής αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Προκειμένου να επιτελέσει το κράτος τη στρατηγική και κοινωνική του αποστολή, θα πρέπει η λειτουργία του και η πρακτική του να παραμείνουν εστιασμένες στους βασικούς του στόχους. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται αυστηροί κανόνες συνταγματικού χαρακτήρα που θα ορίζουν την έκτασή του, το ποσοστό του ΑΕΠ που θα καλύπτουν οι δαπάνες του, καθώς και την καταστατική θέση των δημοσίων υπαλλήλων. Θα επιδιώξουμε, συνεπώς, την εισαγωγή συνταγματικού κανόνα σύμφωνα με τον οποίον οι κρατικές δαπάνες δεν θα επιτρέπεται να ανέρχονται πάνω από το 40% του ΑΕΠ. Επίσης, με τις ίδιες ρυθμίσεις θα προβλέπεται ότι δημοσιονομικά ελλείμματα θα μπορούν να υπάρξουν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής. Οι αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων θα καθορίζονται με ένα σύνολο κριτηρίων, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται η απόδοση και η παραγωγικότητα των υπηρεσιών και ως σύνολο δεν θα είναι δυνατόν να υπερβούν το 8% του ΑΕΠ.
Επείγουσας σημασίας είναι, επίσης, το καθήκον της μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος. Οι αργοί ρυθμοί με τους οποίους επιτυγχάνεται η τελεσιδικία των υποθέσεων στην ελληνική δικαιοσύνη αποτελεί τόσο τροχοπέδη στην προσπάθεια επίτευξης ικανοποιητικών οικονομικών επιδόσεων, όσο και ένα είδος «άρνησης δικαίου», ειδικά για τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα, εφ’ όσον η καθυστερημένη απονομή δικαιοσύνης συχνά συνεπάγεται κατ’ ουσία φαλκίδευση της δικαιοσύνης.
12. Καλούμε σε κάτι περισσότερο από ένα νέο κόμμα: Διατυπώνουμε δημοκρατικό κήρυγμα
Οι ιδέες επάνω στις οποίες στηρίζεται η προσπάθειά μας για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού χώρου είναι αυτές του διαφωτισμού και του καθαρού λόγου, που παραμένουν πάντα επίκαιρες και λειτουργικές. Η προσήλωση στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων αποτελεί τη βάση και το κριτήριο της προσπάθειάς μας. Η σχέση μας με τις δημοκρατικές αξίες δεν είναι τυπική και επιδερμική αλλά ουσιαστική και θεμελιώδης. Οι βαθιές κοινωνικές αλλαγές και οι ριζικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί που απαιτούνται, δεν είναι εφικτό να υλοποιηθούν χωρίς την πλήρη προσχώρηση της κοινωνικής πλειοψηφίας στις ιδέες και στις αρχές των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που υποστηρίζουμε.
Σε αντίθεση με τα κόμματα του παλαιού πολιτικού συστήματος, τα οποία έδρασαν και κινήθηκαν πάντα με την άποψη της εκ των άνω διάχυσης της ιδεολογίας τους και επιβολής των αντιλήψεων τους, εμείς, στο Δημοκρατικό Κόμμα, θεωρούμε ότι είμαστε ένας πολιτικός οργανισμός που προκύπτει από τις ώριμες ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Πιστεύουμε, επίσης, ότι η αναγκαιότητα της ύπαρξης του κόμματός μας μπορεί να αποδειχθεί μόνο στην καθημερινή πρακτική παρέμβαση στους δύσκολους και σκληρούς αγώνες της κοινωνικής πρωτοπορίας. Και εννοούμε αγώνες όχι στείρα διεκδικητικούς, αλλά δημιουργικούς και παραγωγικούς, για να αντιμετωπισθούν νέα και παλιά προβλήματα της χώρας με αποτελεσματικότητα και ειλικρίνεια.
Κάθε προσπάθεια του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος να προσεγγίσει τις νεότερες γενιές προσκρούει σε μια γρανιτώδη και αδιαπέραστη αδιαφορία. Οι νεότερες γενιές δεν θα γίνουν έρμαια των πρόσκαιρων ανέμων. Η ένταξή τους στην νέα εθνική προσπάθεια δεν θα γίνει με θωπείες και νουθεσίες, αλλά με τον ειλικρινή λόγο, το βιωματικό παράδειγμα των μεγαλυτέρων και την παραχώρηση των ηγετικών πολιτικών και δημοσίων ρόλων και θέσεων σε νέους ανθρώπους.
Στο πλαίσιο αυτό, το μέγα χρέος που επωμίζονται οι νεότερες γενιές είναι η επική προσπάθεια της εθνικής αναγέννησης και αναδημιουργίας. Είναι η ώρα που σημαίνει το εγερτήριο και το προσκλητήριο για γενική συστράτευση, για την οικοδόμηση μιας νέας Ελλάδας. Χωρίς νεφελώματα, φαντασιώσεις και ζωτικά ψεύδη. Με πρόγραμμα και με σχέδιο. Με έργο και με δράση. Με ορθολογισμό και ρεαλισμό. Ταυτόχρονα όμως με όραμα και με όνειρο, με πνοή και με έμπνευση.
Σ’ αυτό το μεγάλο εθνικό εγχείρημα οφείλουν να συνδράμουν και όσοι από τον παλαιό πολιτικό κόσμο κουβαλούν ακόμη φορτία εμπιστοσύνης. Αλλά δεν μπορεί να είναι αυτοί που πρέπει να ηγηθούν του νέου αυτού ιστορικού κεφαλαίου. Και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να είναι κάποια ναυάγια της πολιτικής που απλώς επιδιώκουν να επιλύσουν τα προσωπικά τους υπαρξιακά προβλήματα.
Στη νέα αυτή αφετηριακή συνείδηση της χώρας θα είναι αποφασιστική η συνδρομή και των νεότερων γενεών των Ελλήνων της διασποράς και κυρίως εκείνων που διακρίθηκαν τιμώντας αυτούς και την Ελλάδα. Αποτελούν ένα διαθέσιμο μεγάλο κεφάλαιο αρκεί να νιώσουν το κάλεσμα της πατρίδας και με αίσθημα ευθύνης να ανταποκριθούν ακόμα και να ηγηθούν του νέου εγχειρήματος.
Αυτό περιμένει και αυτό προσδοκά η ελληνική κοινωνία. Δυνάμεις υπάρχουν και μέχρι σήμερα παραμένουν αδρανείς και ανενεργές διότι δεν τις κινητοποίησε κανένας. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι σημαντικοί, ικανοί, έντιμοι και εμπνευσμένοι για να αναλάβουν τα ηνία. Υπάρχει μια «κοινωνία των πολιτών», ο ρόλος της οποίας μπορεί να αναδειχθεί στην ανανέωση του δημοκρατικού μας συστήματος. Όλοι αυτοί θα γίνουν πρωτοπόροι στην δημιουργία καινούργιων θεσμών, θα πρωτοστατήσουν στην θεμελίωση του νέου Ελληνικού κράτους, με πρωτοπόρες αντιλήψεις, νοοτροπίες, προτεραιότητες και προοπτικές.
Το Δημοκρατικό Κόμμα, πέραν από τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και τις διοικητικές αλλαγές που επαγγέλλεται με σκοπό την πνευματική, οικονομική και διοικητική ανόρθωση της χώρας, θέτει ως βασικό του στόχο την πολιτική και ηθική ανόρθωση. Σκοπός του είναι να συμβάλλει σε ένα νέο ήθος και ένα καινούργιο σύστημα αξιών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή. Στην εσωτερική του δομή και λειτουργία θα επιχειρήσει να παραμείνει πάντοτε ένα κόμμα δημοκρατικών αρχών και απαράβατων ηθικών κανόνων. Θα λειτουργεί με συλλογικές διαδικασίες και όχι ως κόμμα πολιτικών προσωπικοτήτων. Επιδίωξή του, ως πολιτικός χώρος, δεν θα είναι να ικανοποιεί τους εκάστοτε συρμούς και τάσεις της κοινής γνώμης, αλλά να την επηρεάζει και να κερδίζει επί τη βάσει των αρχών και των προγραμματικών του διακηρύξεων.
Όσοι συμμετέχουμε στην προσπάθεια που ξεκινάει σήμερα, γνωρίζουμε καλά ότι η επιτυχία του κόμματός μας είναι κάτι που δεν αφορά το ίδιο, αλλά την ελληνική κοινωνία. Πολιτική επιδίωξη και φιλοδοξία μας είναι να αποτελέσουμε τον κύριο πολιτικό φορέα για τις αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την ανόρθωση της χώρας και την ευημερία των πολιτών της. Η επίτευξη αυτού του στόχου συνιστά το μέτρο της επιτυχίας της προσπάθειάς μας. Σε αυτόν το δύσκολο αλλά ωραίο αγώνα για μια Ελλάδα εθνικά αξιοπρεπή, κοινωνικά δίκαιη, δημιουργική και παραγωγική, για μια Ελλάδα δημοκρατική και περήφανη σας καλούμε να στρατευθείτε όλες και όλοι.
tovima.gr