Μακρύς είναι ο κατάλογος των ομολογουμένως σοβαρών επιπτώσεων που μπορεί να προκαλέσει ο υπερθυρεοειδισμός στην υγεία των ασθενών που δεν λαμβάνουν θεραπεία, επιπλοκές οι οποίες μπορεί να απειλήσουν ακόμα και για τη ζωή του ασθενή.
«Ο υπερθυρεοειδισμός προκύπτει όταν ο θυρεοειδής αδένας υπερλειτουργεί και παράγει μεγαλύτερες ποσότητες ορμονών από αυτές που χρειάζεται το σώμα. Η νόσος επιβαρύνει τον ανθρώπινο οργανισμό, αυξάνοντας τον μεταβολικό ρυθμό του και προκαλώντας συμπτώματα, μεταξύ των οποίων είναι η ταχυκαρδία, η νευρικότητα, η αϋπνία, η κόπωση και το τρέμουλο. Στο γενικό πληθυσμό η συχνότητα του υπερθυρεοειδισμού κυμαίνεται περίπου στο 1,5%, με τις γυναίκες ηλικίας 20-50 ετών να πάσχουν συχνότερα από ότι οι άνδρες. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του, όταν αφήνεται χωρίς αγωγή, είναι σοβαρές και σε πολλά όργανα και συστήματα, γι’ αυτό η νόσος δεν πρέπει να αγνοείται», επισημαίνει ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος – Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr).
Το όργανο που πλήττεται σοβαρά από την υπερπαραγωγή ορμονών του θυρεοειδούς αδένα είναι η καρδιά. Η ταχυκαρδία είναι συχνό σύμπτωμα στους ανθρώπους με υπερθυρεοειδισμό και προκύπτει ακόμα και σε περιόδους ηρεμίας ή ύπνου, προκειμένου να καλυφθεί η ανάγκη για υπερδυναμική κυκλοφορία λόγω του αυξημένου μεταβολισμού και της αυξημένης παραγωγής θερμότητος, η οποία προκαλεί συχνή εφίδρωση. Όταν η ταχυκαρδία εμμένει, υπάρχει ο κίνδυνος να επιδεινώσει προϋπάρχουσα καρδιακή νόσο, αυξάνοντας τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Όμως, η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, καθώς τα συμπτώματα υποχωρούν όταν ο ασθενής υποβληθεί σε θεραπεία. Οι καρδιαγγειακές παθήσεις που μπορεί να προκαλέσει είναι η υπέρταση, η κολπική μαρμαρυγή (ανώμαλη καρδιακή συχνότητα) και η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (όταν το σώμα δεν μπορεί να κυκλοφορήσει το αίμα), με κίνδυνο καρδιακής ανακοπής.
Οι νευρολογικές επιπτώσεις της νόσου είναι επίσης σημαντικές, καθώς παρατηρούνται υπερκινησία, τρόμος των βλεφάρων, των άκρων χειρών και της γλώσσας, αλλά και υπερκόπωση, η οποία συχνά οφείλεται στις διαταραχές του ύπνου και στη μυϊκή αδυναμία (λόγω της απώλειας βάρους) που προκαλεί ο υπερθυρεοειδισμός.
Δεδομένου ότι οι πάρα πολλές ορμόνες μπορεί να βλάψουν την ικανότητα του οργανισμού να επεξεργάζεται το ασβέστιο και τη φωσφατάση στα οστά, οι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν οστεοπόρωση, η οποία χαρακτηρίζεται από αδύναμα και εύθραυστα οστά, θέτοντας τους ασθενείς σε μεγαλύτερο κίνδυνο για κάταγμα.
Επιπλέον μπορεί να προκαλέσει ολιγομηνόρροια, αραιομηνόρροια ή αμηνόρροια στις γυναίκες και γενικά προβλήματα γονιμότητας και στα δύο φύλα.
Οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό μπορεί να πάσχουν από την νόσο του Graves, τη συνηθέστερη αιτία της πάθησης. Η νόσος του Graves προκαλεί οφθαλμικά προβλήματα, και χωρίς θεραπεία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επιδείνωσής της. Οι ασθενείς με οφθαλμοπάθεια Graves αναπτύσσουν οφθαλμικά προβλήματα, όπως εξόφθαλμο, κόκκινα ή πρησμένα μάτια, ευαισθησία στο φως και θόλωση ή διπλωπία, τα οποία εάν παραμείνουν αθεράπευτα μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε απώλεια όρασης.
Μια ξαφνική αύξηση των συμπτωμάτων υπερθυρεοειδισμού είναι γνωστή ως θυρεοτοξική κρίση ή θυρεοτοξίκωση. Είναι μια σπάνια επιπλοκή του υπερθυρεοειδισμού που συνήθως πυροδοτείται όταν ο οργανισμός στρεσάρεται, εξαιτίας κάποιας λοίμωξης, λόγω εγκυμοσύνης ή βλάβης στον θυρεοειδή αδένα. Οι ασθενείς ενδεχομένως να παρουσιάσουν πυρετό, γρήγορο καρδιακό παλμό ή παραλήρημα, γι’ αυτό όσοι αντιμετωπίζουν θυρεοτοξική κρίση πρέπει να αναζητήσουν αμέσως ιατρική βοήθεια.
Η παρουσία υπερθυρεοειδισμού μπορεί να προκαλέσει, όταν δεν αντιμετωπίζεται, θυρεοτοξική περιοδική παράλυση, μια ασθένεια που προκαλεί κρίσεις μυϊκής αδυναμίας. Κατά τη διάρκεια αυτών ο ασθενής παρουσιάζει συχνά υποκαλιαιμία, η οποία μπορεί να προκαλέσει καρδιακή αρρυθμία. Η ασθένεια μπορεί να αποβεί μοιραία εάν η αδυναμία των εισπνευστικών μυών οδηγήσει σε αναπνευστική δυσλειτουργία.
Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού εξαρτάται από την αιτία και είναι είτε συντηρητική, με τη λήψη φαρμάκων, είτε χειρουργική. Ωστόσο, σύμφωνα με μερικές μελέτες, η μακροχρόνια χρήση ορισμένων φαρμάκων για τον θυρεοειδή μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, αν και η αύξηση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην ίδια την ασθένεια. Σύμφωνα με τον Δρ. Ξιάρχο, η χειρουργική επέμβαση, αν και δεν είναι η πρώτη επιλογή για την αντιμετώπιση της πάθησης, σε μερικές περιπτώσεις κρίνεται ως η καταλληλότερη. «Η θυρεοειδεκτομή μπορεί να αφορά το σύνολο ή μέρος του θυρεοειδούς αδένα και η επιλογή εξαρτάται από τον τύπο του υπερθυρεοειδισμού. Για παράδειγμα το τοξικό αδένωμα απαιτεί τη μερική αφαίρεση του αδένα, όμως, για την πλειονότητα των περιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένης της νόσου του Graves, η χειρουργική επέμβαση επιλογής είναι η ολική θυρεοειδεκτομή. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ασφαλή διαδικασία, καθώς η θνησιμότητά της είναι ουσιαστικά μηδενική, που απαιτεί ελάχιστη παραμονή στο νοσοκομείο. Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι αποτελεί οριστική λύση και απαλλάσσει αμέσως τον ασθενή από τον υπερθυρεοειδισμό».