Απόφραξη εντέρου: Ασφαλέστερη η λαπαροσκοπική επέμβαση και στους ηλικιωμένους

Οι ογδοντάρηδες με απόφραξη λεπτού εντέρου διατρέχουν περίπου επτά φορές πιθανότερο κίνδυνο να χειρουργηθούν με την κλασική ανοιχτή μέθοδο, αλλά η ελάχιστα επεμβατική προσέγγιση σε αυτούς τους ασθενείς  μειώνει τη νοσηλεία τους και τον κίνδυνο πνευμονίας μετεγχειρητικά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης παρατήρησης δεδομένων από την Εθνική Βάση Δεδομένων του Αμερικανικού Κολλεγίου Χειρουργών για τη Χειρουργική Βελτίωση της Ποιότητας.

Όπως επισημαίνει ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος – Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr), ο πληθυσμός των ανθρώπων που διανύουν την 9η δεκαετία της ζωής τους ολοένα και αυξάνεται, τάση που αναμένεται να διατηρηθεί καθώς η εξέλιξη της ιατρικής και της φαρμακευτικής έχουν αυξήσει το προσδόκιμο ζωής. Με αυτό το δεδομένο θα πρέπει να βρεθούν οι ασφαλέστεροι τρόποι διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων, ώστε να μειωθεί τόσο η θνησιμότητα όσο και οι μετεγχειρητικές επιπλοκές, και κατ’ επέκταση η ταλαιπωρία των ασθενών.

Ήδη υπάρχει βιβλιογραφία που υποστηρίζει τη λαπαροσκοπική χειρουργική για τη χολοκυστοεκτομή και τις κολοστομίες στον πληθυσμό των ογδοντάρηδων, η οποία σχετίζεται με μειωμένη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο και με ελαχιστοποίηση του πόνου.

«Η χολοκυστεκτομή είναι η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση της χοληδόχου κύστης – ενός οργάνου σε σχήμα αχλαδιού που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ήπαρ, στην πάνω δεξιά πλευρά της κοιλιάς – ρόλος της οποίας είναι η συλλογή και αποθήκευση της χολής. Η χολή που παράγεται στο ήπαρ, αποτελείται από διάφορες ουσίες, συμπεριλαμβανομένης της χολερυθρίνης και της χοληστερόλης, και βοηθά στη διάσπαση και πέψη των λιπών που περιέχονται στα τρόφιμα που τρώμε. Η παρουσία χολολίθων στην κύστη, δηλαδή σκληρών σωματιδίων, διαφορετικής σύνθεσης και χρώματος που σχηματίζονται εξαιτίας υπερβολικών ποσοτήτων από χολικά άλατα, χολερυθρίνη ή χοληστερόλη, μπορεί να εμποδίσει την ομαλή ροή της χολής, με συνέπεια την πρόκληση φουσκώματος, ναυτίας, τάσης προς έμετο και πόνου στην κοιλιά, αλλά και στην πλάτη ή στο στήθος. Η χολοκυστεκτομή είναι μια πολύ συχνή επέμβαση που πλέον πραγματοποιείται λαπαροσκοπικά, διότι αυτή τη μέθοδος ενέχει μικρό κίνδυνο επιπλοκών. Γίνεται μέσω πολύ μικρών οπών ή και μόνο μιας, και υπερτερεί της ανοιχτής μεθόδου εξαιτίας της ελαχιστοποίησης του μετεγχειρητικού πόνου, της μηδαμινής απώλειας αίματος  και της γρήγορης επανόδου του ασθενή στις καθημερινές ασχολίες του. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις, δεν χρειάζεται καν νοσηλεία», σημειώνει ο Δρ. Ξιάρχος.

«Η κολοστομία είναι η επέμβαση κατά τη διάρκεια της οποίας ο χειρουργός δημιουργεί μια οπή στον κοιλιακό τοίχωμα και φέρνει έξω το ένα άκρο του υγιούς παχέος εντέρου διαμέσου της οπής αυτής και το ράβει στο δέρμα. Τα άτομα με προσωρινές ή μόνιμες κολοστομίες έχουν μικρούς σάκους τοποθετημένους στο σημείο για τη συλλογή των περιττωμάτων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους καθίσταται απαραίτητη μια κολοστομία, μεταξύ αυτών είναι ο τραυματισμός, η εντερική απόφραξη, οι συγγενείς ανωμαλίες, η νόσος του Crohn, η ακράτεια, η εκκολπωματίτιδα και  ο καρκίνος του παχέος εντέρου, του ορθού ή του πρωκτού. Ωστόσο, υπάρχει μια νέα μέθοδος ελάχιστα επεμβατική, η οποία ονομάζεται Διαπρωκτική Ενδοσκοπική Μικροχειρουργική (ΤΕΜ), με την οποία μπορεί να αποφευχθεί η κολοστομία σε επιλεγμένους ασθενείς με παθήσεις στο τελικό τμήμα του παχέος εντέρου», συμπληρώνει.

Για την απόφραξη του λεπτού εντέρου (ειλεός) συχνά επιλέγεται από τους χειρουργούς η ανοικτή προσέγγιση, όπως δήλωσε η Erin Chang, MD, SUNY Downstate Medical Center, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης στο συνέδριο της Ένωσης Ακαδημαϊκής Χειρουργικής / Εταιρείας Πανεπιστημιακών Χειρουργών (Association for Academic Surgery/Society of University Surgeons). «Η μελέτη μας έδειξε ότι η ηλικία και η παρουσία προεγχειρητικής σήψης σχετίζονται με τη θνησιμότητα και όχι ο τύπος της επέμβασης, και ότι υπάρχουν σχετικοί με την επέμβαση κίνδυνοι που συνδέονται με τις ανοικτές χειρουργικές επεμβάσεις».

Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη παρατήρησης ανέλυσε 103 λαπαροσκοπικές και 692 ανοικτές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 2006 έως το 2014 για την αντιμετώπιση της απόφραξη του λεπτού εντέρου σε ανθρώπους ηλικίας άνω των 80 ετών. Τα χαρακτηριστικά των ατόμων που υποβλήθηκαν σε ανοιχτή επέμβαση και εκείνων που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκόπηση, δηλαδή η ηλικία, το φύλο, ο δείκτης μάζας σώματος και η φυλή, ήταν παρόμοια, αν και όσοι ανήκαν στην ανοιχτή ομάδα είχαν υψηλότερο ρίσκο κατά την κατηγοριοποίηση της Αμερικανικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας και συχνότητα προεγχειρητικής σήψης.

Όπως ανέφερε η Dr. Chang, τα μη προσαρμοσμένα αποτελέσματα έδειξαν μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο, υψηλότερη μετεγχειρητική θνησιμότητα και υψηλότερα ποσοστά μετεγχειρητικής πνευμονίας στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ανοιχτές επεμβάσεις έναντι εκείνων που αντιμετωπίστηκαν λαπαροσκοπικά. «Μετά από προσαρμογές για τις προεγχειρητικές μεταβλητές κινδύνου, η ηλικία και η παρουσία προεγχειρητικής σήψης σχετίζονταν με τη θνησιμότητα, όχι η επεμβατική προσέγγιση». Η διάρκεια της νοσηλείας ήταν 4 ημέρες για τους λαπαροσκοπικούς ασθενείς και 8 ημέρες για όσους ανήκαν στην ομάδα της ανοιχτής χειρουργικής επέμβασης.

Οι ερευνητές προέβησαν σε ανάλυση της λογιστικής παλινδρόμησης και διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος θνησιμότητας αυξήθηκε ελαφρώς με την ηλικία, αλλά σχεδόν τετραπλασιάστηκε με την παρουσία προεγχειρητικής σήψης ανεξάρτητα από τον τρόπο χειρουργικής προσέγγισης (ανοικτή ή λαπαροσκοπική). Για τη μετεγχειρητική πνευμονία, παράγοντες κινδύνου αποτέλεσαν το αρσενικό φύλο, καθώς επίσης και η ανοικτή προσέγγιση.

«Από τη μελέτη διαφαίνεται ότι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν απόφραξη του λεπτού εντέρου που οφείλεται σε συμφυτική  νόσο επωφελούνται από τη λαπαροσκοπική προσέγγιση. Έτσι οι χειρουργοί έχουν να προτείνουν στους ηλικιωμένους ασθενείς τους μια ασφαλέστερη γι’ αυτούς επέμβαση και να αποφύγουν μετεγχειρητικές επιπλοκές με τις όποιες δυσάρεστες συνέπειες μπορεί να έχουν αυτές», καταλήγει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.