Αυτί του κολυμβητή: Γιατί κάποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;

Ανατομικοί μπορεί να είναι οι λόγοι που ορισμένοι άνθρωποι αναπτύσσουν ευκολότερα φλεγμονές στο αυτί. Αν και δεν είναι ο μοναδικός λόγος που καθιστά επιρρεπείς κάποιους, η αυξημένη επαφή με το νερό τώρα το καλοκαίρι αυξάνει κατακόρυφα τις πιθανότητες ακόμα και σε ανθρώπους που δεν ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Η συνηθέστερη φλεγμονή αυτήν την εποχή είναι η εξωτερική ωτίτιδα ή αυτί του κολυμβητή, η οποία όχι μόνο μπορεί να καταστρέψει τις καλοκαιρινές διακοπές, αλλά να έχει και πολύ βαριά πορεία εάν αφεθεί αθεράπευτη.

«Το αυτί του κολυμβητή είναι μια κατάσταση που οφείλεται σε φλεγμονή, με οίδημα και ερυθρότητα, στον έξω ακουστικό πόρο, την περιοχή δηλαδή από το εξωτερικό τμήμα του αυτιού μέχρι την τυμπανική μεμβράνη. Συνηθίζεται να αποκαλείται αυτί του κολυμβητή, γιατί η επαναλαμβανόμενη έκθεση στο νερό κάνει τον έξω ακουστικό πόρο ευάλωτο σε φλεγμονές, καθώς δημιουργεί ένα υγρό περιβάλλον που βοηθά στην ανάπτυξη βακτηρίων. Αντίθετα με το όνομα, δεν είναι απαραίτητο κάποιος να είναι συστηματικός κολυμβητής για να αναπτύξει τη συγκεκριμένη φλεγμονή. Χρειάζεται μόνο είσοδος νερού στο αυτί, που το καλοκαίρι είναι πιθανότερο να συμβεί καθώς οι άνθρωποι ιδρώνουν και βρίσκονται περισσότερες ώρες στο νερό για να αποφύγουν τη ζέστη», μας εξηγεί ο χειρουργός ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.

Γιατί, όμως, ορισμένοι αναπτύσσουν συχνά ωτίτιδες το καλοκαίρι ενώ άλλοι δεν έχουν βιώσει ποτέ αυτή την επώδυνη εμπειρία; «Η απάντηση κρύβεται στη διαμόρφωση του αυτιού και συγκεκριμένα του έξω ακουστικού πόρου. Το σχήμα του, φυσιολογικά, προσομοιάζει με S, επομένως οι καμπύλες του αποτρέπουν το νερό να παγιδευτεί στο κανάλι του, μετά το μπάνιο ή ακόμα και το ντους. Σε περιπτώσεις ανατομικών παραλλαγών όμως η είσοδος στο νερό μπορεί να είναι ευκολότερη. Η ανατομία, βέβαια, δεν είναι η μοναδική αιτία. Εκτός από αυτή, για την οποία ελάχιστα μπορούν να γίνουν, υπάρχουν και άλλες αιτίες που είναι εύκολα διαχειρίσιμες», επισημαίνει.

Η κυψελίδα δεν θα πρέπει να αφαιρείται, εμμονικά από ορισμένους, με μπατονέτες γιατί πιθανώς να τραυματίσουν το δέρμα του ακουστικού πόρου, καθιστώντας ευκολότερη την είσοδο των μικροβίων. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραλείπεται η καθαριότητα των αυτιών, η οποία είναι σωστό να γίνεται περιστασιακά και ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισης της κυψελίδας, από τον ειδικό ΩΡΛ γιατρό ώστε να αφαιρείται χωρίς τραυματισμούς ή πρόκληση αιμορραγίας.

Τραυματισμός στο αυτί μπορεί επίσης να προκληθεί από την τοποθέτηση αντικειμένων μέσα σ’ αυτό, όπως δάχτυλα, στυλό/μολύβια, συνδετήρες, βελόνες πλεξίματος, κ.ά.

Προστατευτικά θα μπορούσε να λειτουργήσει η διαχείριση ορισμένων νόσων, δεδομένου ότι επιρρεπείς στις φλεγμονές του αυτιού του κολυμβητή είναι και οι διαβητικοί, ενώ αλλεργίες ή δερματικές παθήσεις, όπως έκζεμα, ψωρίαση ή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα, μπορεί να επιδεινώσουν την ωτίτιδα.

Όσοι παρά τη λήψη προστατευτικών μέτρων αναπτύσσουν τελικά τη φλεγμονή, βιώνουν τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της μόλυνσης, που είναι η ερυθρότητα, ο κνησμός, ο πόνος, το οίδημα στον έξω ακουστικό πόρο, η έκκριση πύου και μερικές φορές η ελάττωση της ακοής. Συχνά τα συμπτώματα αυτά συγχέονται με τη φλεγμονή του μέσου ωτός. Ωστόσο, πρόκειται για διαφορετικές παθήσεις και ένας απλός τρόπος διάκρισης είναι ο πόνος που νιώθει ο ασθενής όταν πιέζει ή κουνάει το εξωτερικό μέρος του αυτιού.

«Η διάγνωση είναι συνήθως απλή για έναν ειδικό και τίθεται με ωτοσκόπηση ή ωτομικροσκόπηση», διευκρινίζει ο Δρ. Μοιρέας. «Το δέρμα του αυτιού είναι κόκκινο, οιδηματώδες ή συχνά εκκρίνει πύο κατά την πίεση που ασκούμε όταν το εξετάζουμε με ωτοσκόπιο. Το τύμπανο μπορεί να προσβληθεί και αυτό από τη φλεγμονή, εμφανίζοντας επίσης ερυθρότητα και οίδημα. Η μικροσκοπική εξέταση του έξω ακουστικού πόρου και της τυμπανικής μεμβράνης του ωτός μπορεί αδρά να βοηθήσει στη διαφοροδιάγνωση περί βακτηριακής ή μυκητιασικής φλεγμονής. Ωστόσο, είναι συχνά απαραίτητη, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχει έκκριμα, να γίνεται καλλιέργεια ωτικού επιχρίσματος για να καθοριστεί με βεβαιότητα το αίτιο».

Στις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, είναι απαραίτητη η εφαρμογή αντιβιοτικών ή αντιμυκητιασικών ωτικών σταγόνων σε συνδυασμό, κάποιες φορές, με λήψη αντιβιοτικών από το στόμα. Σε σοβαρές και παραμελημένες περιπτώσεις ιδίως σε άτομα με μειωμένη ανοσία ή σακχαρώδη διαβήτη η εξωτερική ωτίτιδα μπορεί να εξαπλωθεί στα οστά του έξω ακουστικού πόρου του αυτιού και στο κάτω μέρος του κρανίου, έχοντας διαβρωτικό χαρακτήρα και προκαλώντας δομική βλάβη. Σύμφωνα με τον Δρ. Μοιρέα, η ευτυχώς σπάνια αυτή επιπλοκή εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία μπορεί να φτάσει στα κρανιακά νεύρα και στον εγκέφαλο. Στην υποψία ύπαρξής της εκτελούνται και απεικονιστικές εξετάσεις (μαγνητική ή αξονική τομογραφία) και οι ασθενείς υποβάλλονται σε ενδοφλέβια αντιβιοτική αγωγή.

Η συνήθης θεραπεία του Αυτιού του κολυμβητή είναι η χρήση αντιβιοτικών ωτικών σταγόνων για 7 έως 14 ημέρες. Εάν ο έξω ακουστικός πόρος του αυτιού είναι πολύ στενός, λόγω οιδήματος, τοποθετείται μέσα σ’ αυτόν μια λεπτή γάζα εμποτισμένη με τις ωτικές σταγόνες, προκειμένου να φτάσουν στο σημείο της μόλυνσης για κάποιες ώρες. Για την ανακούφιση του πόνου χορηγούνται αναλγητικά. Εάν συνυπάρχει λεμφαδενοπάθεια  συνταγογραφούνται από του στόματος αντιβιοτικά. Στις περιπτώσεις εξάπλωσης πέρα ​​από τον έξω ακουστικό πόρο, η θεραπεία είναι ενδοφλέβια και εξαρτάται από τον βαθμό της διάβρωσης οστικής (οστεομυελίτιδα) ή μη, είναι μακρόχρονη και απαιτεί πολλούς κύκλους με αντιβιοτικά. Σπανίως, μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση.

«Ασθενείς με συμπτώματα που επιμένουν περισσότερο από 10-14 μέρες μετά τη θεραπεία με ωτικές σταγόνες, απώλεια ακοής, πύον ή άλλη κίτρινη/πράσινη έκκριση αλλά και ασυνήθιστα συμπτώματα, όπως ζάλη ή μυϊκή αδυναμία στο πρόσωπο, πρέπει να αναζητήσουν αμέσως ιατρική βοήθεια», προειδοποιεί ο Δρ. Μοιρέας και προσθέτει: «Ο ιδανικότερος τρόπος για την αποφυγή αυτής της ταλαιπωρίας είναι η διατήρηση των αυτιών σε στεγνή και καθαρή κατάσταση. Η χρήση ορισμένων ωτοασπίδων ή κομματιών βαμβακιού με βαζελίνη, μπορεί να τα προστατέψει. Πρέπει, ωστόσο, να βεβαιωνόμαστε ότι έχει απομακρυνθεί μετά από το μπάνιο, το νερό που ενδεχομένως έχει εισέλθει».

Η απομάκρυνση του νερού που έχει παγιδευτεί μέσα στο αυτί γίνεται με την κλίση του κεφαλιού προς τον ώμο, κουνώντας τον λοβό του αυτιού ενώ στο στέγνωμα του ακουστικού πόρου βοηθά η χρήση ενός χαρτομάντηλου ή μιας στεγνής πετσέτας.

«Το σημαντικότερο, όμως, είναι η πρόληψη . Η ετήσια επίσκεψη στον ΩΡΛ γιατρό για την εξασφάλιση της καλής υγείας και υγιεινής των αυτιών είναι το βασικό μέτρο πρόληψης για τέτοιου είδους προβλήματα τα οποία αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και σωστά,  μπορεί να οδηγήσουν σε βαρύτερες καταστάσεις με αρκετά σοβαρές συνέπειες», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.