Η επιλογή του κ. Αντώνη Σαμαρά να παραμείνει στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας μετά την ήττα του περασμένου Ιανουαρίου και να μην επιλέξει έστω την επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του μοιάζει να βαραίνει περισσότερο από τη, φυσιολογική, φθορά μιας σκληρής μνημονιακής διακυβέρνησης 2,5 ετών. Ο πρώην πρωθυπουργός επέμεινε μέχρι τέλους στη λογική ενός μετώπου έναντι του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε βασικό στόχο να τον αναδείξει ως επικίνδυνο για τη χώρα και να μην τον νομιμοποιήσει ως πολιτικό συνομιλητή, έχοντας και ατυχείς επιλογές, όπως η μη παράδοση του Μαξίμου στον Αλέξη Τσίπρα.
Για πολλούς, ο κ. Σαμαράς ανάλωνε, μετά τον Ιανουάριο, με ταχείς ρυθμούς το πολιτικό του κεφάλαιο, έχοντας εμφανώς εμπλακεί σε έναν κλεφτοπόλεμο με το μισό κόμμα της Ν.Δ. Η απόφασή του, την 5η Ιουλίου, να παραιτηθεί συνοδεύτηκε από τη στροφή του κ. Μεϊμαράκη προς το Κέντρο, την οποία προφανώς δεν επιδοκίμασε. Το βράδυ της Κυριακής ο κ. Σαμαράς φέρεται να δήλωσε τη στήριξή του προς τον κ. Μεϊμαράκη, συνιστώντας να αρχίσουν οι διαδικασίες αφού «κατακαθίσει ο κουρνιαχτός».
Συνομιλητές του κ. Σαμαρά σπεύδουν να αποσυνδέσουν την όποια κριτική ακούστηκε από βουλευτές για τον κ. Μεϊμαράκη σημειώνοντας ότι «ουδείς νομιμοποιείται να μιλάει εκ μέρους του ή να ερμηνεύει τον κ. Σαμαρά». Στο εσωτερικό της Ν.Δ. υπάρχουν στελέχη που εισηγούνται στον πρώην πρωθυπουργό να διεκδικήσει εκ νέου την ηγεσία, έχοντας «δικαιωθεί» τόσο από τις πολιτικές εξελίξεις όσο και από το εκλογικό αποτέλεσμα. Μια τέτοια εξέλιξη, ωστόσο, δεν μοιάζει πιθανή και, συνεπώς, οι οργανωμένες δυνάμεις του σαμαρικού μπλοκ θα ταχθούν υπέρ άλλου υποψηφίου, με τους κ. Μητσοτάκη και Βορίδη να ερίζουν σχετικά.
kathimerini.gr