Μέσα στη γενική αισιοδοξία ότι τα χειρότερα για την Ελλάδα βρίσκονται πίσω, μετά τη συμφωνία του Αυγούστου και τη γρήγορη υλοποίηση των πρώτων προαπαιτούμενων, ένας μεγάλος κίνδυνος διαγράφεται από την πιθανή καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης.
Ευρωπαίος αξιωματούχος διαβεβαίωνε ότι η εκταμίευση της δόσης των 2 δισ. ευρώ δεν πρόκειται να γίνει την επόμενη εβδομάδα όπως προβλεπόταν.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, το Euroworking Group (EWG) που δεν πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, θα συνεδριάσει στο τέλος της επόμενης εβδομάδας και συγκεκριμένα την Πέμπτη (όπως ήταν προγραμματισμένη η τακτική σύγκληση του οργάνου).
Ωστόσο, το μόνο που θα κάνει το EWG είναι να ελέγξει το κατά πόσο έχει ανταποκριθεί η Ελλάδα στην υλοποίηση του πρώτου πακέτου προαπαιτούμενων μέτρων. Εάν η Αθήνα έχει υλοποιήσει και τις 49 δράσεις, τότε θα ανάψει το «πράσινο» φως για την εκταμίευση της υποδόσης των 2 δισ. ευρώ από τη μεθεπόμενη εβδομάδα.
Αλλά ακόμα κι αν η κυβέρνηση καταφέρει να φέρει εις πέρας τα μέτρα έως την Τρίτη, είναι πολύ δύσκολο έως την Πέμπτη να έχει ολοκληρωθεί η εισήγηση – έκθεση των θεσμών, βάσει της οποίας θα λάβει τις όποιες αποφάσεις το EWG.
Και ίσως η καθυστέρηση αυτής της δόσης να μην έχει τόση σημασία, καθώς η κυβέρνηση δεν πιέζεται να πληρώσει κάποια δόση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αλλά μπορεί να συντελέσει στη γενικότερη καθυστέρηση της ολοκλήρωση της αξιολόγησης με καταστροφικές συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Το Βερολίνο φαίνεται αυτή τη στιγμή να πιέζει για την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης ως «προϋπόθεση» προκειμένου να γίνει η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πράγμα που σημαίνει ότι τυχόν καθυστέρηση της αξιολόγησης παρασύρει αυτόματα την πραγματοποίηση της ανακεφαλαιοποίησης, η οποία αν δεν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους θα οδηγήσει στην εφαρμογή του νέου κοινοτικού πλαισίου για τις τράπεζες, στην οποία ομολογιούχοι αλλά και καταθέσεις πάνω από 100.000 «κουρεύονται».
Μία εξέλιξη που θα έπληττε καθοριστικά την εύθραυστη πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς η πλειοψηφία αυτών που έχουν παραπάνω από 100.000 στις τράπεζες είναι βασικά μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μπροστά σε αυτή την αρνητική εξέλιξη η ΕΚΤ και ο Μάριο Ντράγκι ζητούν να αποσυνδεθεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών σε περίπτωση που δεν μπορέσει να ολοκληρωθεί μέσα στο 2015.
Ομως αξιωματούχοι στο Βερολίνο εξετάζουν ήδη το κόστος της δυσμενούς αυτής εξέλιξης αλλά συμπληρώνουν ότι μαζί με τις αρνητικές συνέπειες, να γίνει δηλαδή «κούρεμα» καταθέσεων πριν από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το ποσό δανεισμού που θα χρειαστεί η Ελλάδα θα είναι μικρότερο (καθώς θα το έχουν καλύψει οι καταθέτες) και ευκολότερο να περάσει και από τη γερμανική Βουλή.
Η εξίσωση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με την καθοριστική για πολλά κράτη-μέλη διατήρηση της συμμετοχής του ΔΝΤ για την επίβλεψη κυρίως του προγράμματος. Η συμμετοχή αυτή προϋποθέτει και επιπλέον μεταρρυθμίσεις (για παράδειγμα πολύ αυστηρό πλαίσιο για το ασφαλιστικό), αλλά και ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Γερμανοί αξιωματούχοι λένε ότι θέμα του χρέους δεν έχει συζητηθεί ακόμα επίσημα και τονίζουν ότι δεν θα μπορεί να υπάρξει μεγάλη ευελιξία, ούτε στον χρόνο αποπληρωμής, αλλά ούτε στη μείωση των επιτοκίων που σημειώνουν ότι είναι ήδη ιδιαίτερα χαμηλά.
Σε αυτό το σημείο, αυτό που περιμένουν Βερολίνο και Βρυξέλλες είναι τη σοβαρή στάση της ελληνικής κυβέρνησης και ότι μπορεί να φέρει εις πέρας την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Γι’ αυτό και αναμένουν τα μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση για τα «κόκκινα» δάνεια αλλά και για τις διοικήσεις των τραπεζών, καθώς ο φόβος βρίσκεται στο γεγονός ότι η κυβέρνηση μπορεί να διορίσει στις τράπεζες «δικούς της» ανθρώπους.
Για το Βερολίνο δεν έχει νόημα να ρίξει χρήματα στις ελληνικές τράπεζες αν είναι σίγουροι ότι τα παραπάνω θέματα δεν έχουν βελτιωθεί. Αλλωστε η κυβέρνηση θεωρείται υπεύθυνη για την ανάγκη της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και τώρα η ίδια κυβέρνηση πρέπει να αποδείξει ότι είναι αρκετά σοβαρή να τη διαχειριστεί.