Γράφει ο Χρήστος Αναστασόπουλος
H πανδημία που ταλανίζει τον πλανήτη, με δυσθεώρητο αριθμό κρουσμάτων και θανάτων, επιφέρει ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις και φτάνει τα συστήματα Υγείας στα όριά τους. Ταυτόχρονα όμως, προσφέρει πολλά χρήσιμα διδάγματα. Προτάσσει την αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης απέναντι στον κοινωνικό δαρβινισμό που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Καθιστά σαφές το ότι η καλή κατάσταση της υγείας του πληθυσμού συνιστά βασική προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης. Καταδεικνύει την υπεροχή των δημόσιων έναντι των ιδιωτικών συστημάτων Υγείας. Συνηγορεί, μαζί με πλήθος άλλων υγειονομικών, κοινωνικών και οικονομικών λόγων, υπέρ της αντιμετώπισης της φροντίδας υγείας ως δημόσιου-κοινωνικού αγαθού.
Εξάλλου, ως προς την τελευταία προσέγγιση, είναι επιστημονικά παραδεκτό πως στην περίπτωση του αγαθού «φροντίδα υγείας» δεν λειτουργούν οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς. Δεν πληρούνται καταρχάς οι βασικές προϋποθέσεις της κυριαρχίας του καταναλωτή και της ανεξαρτησίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς, εξαιτίας της ασυμμετρίας πληροφόρησης μεταξύ του καταναλωτή και του ιατρού – παραγωγού, που έχει ως συνέπεια η ζήτηση των υπηρεσιών Υγείας να εκφράζεται σε σημαντικό βαθμό από την πλευρά αυτών που τις παράγουν. Απόρροια της στρέβλωσης αυτής είναι η δυνατότητα δημιουργίας προκλητής ζήτησης, ζήτησης δηλαδή υπηρεσιών Υγείας που δεν αντανακλά πραγματικές υγειονομικές ανάγκες. Επιπρόσθετα, η ελεύθερη αγορά δεν διασφαλίζει το βέλτιστο κοινωνικά επίπεδο χρήσης υπηρεσιών Υγείας των οποίων η ωφέλεια, εκτός από τον χρήστη, διαχέεται και στο περιβάλλον του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον εμβολιασμό στο πλαίσιο πρόληψης μιας μεταδοτικής ασθένειας.
Επίσης, η ιδιωτική ασφάλιση αδυνατεί να δώσει ολοκληρωμένη λύση στην υγειονομική κάλυψη του πληθυσμού μιας χώρας, λόγω των σημαντικών περιορισμών που απαιτεί η αποτελεσματική λειτουργία της. Αδυνατεί να απαντήσει στα ζητήματα της πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης των πολιτών, της κάλυψης των ηλικιωμένων, των προϋπαρχουσών της ασφάλισης χρόνιων παθήσεων και των εκ γενετής αναπηριών, ενώ ταυτόχρονα δεν δύναται να ανταποκριθεί στις περιπτώσεις πολεμικών συρράξεων, εκτεταμένων φυσικών καταστροφών και μαζικών επιδημιών.
Δημόσια συστήματα Υγείας vs ιδιωτικά
Σε αντίθεση με τα ιδιωτικά συστήματα Υγείας, που χαρακτηρίζονται από έντονες υγειονομικές και γεωγραφικές ανισότητες και είναι προσανατολισμένα στη θεραπευτική παρέμβαση, προτεραιότητα των δημόσιων συστημάτων είναι η δημόσια υγεία και η πρόληψη, ενώ στα βασικά τους χαρακτηριστικά εντάσσονται η καθολική, πλήρης και ισότιμη κάλυψη του πληθυσμού και η χωροταξική κατανομή των υποδομών βάσει πραγματικών αναγκών. Η ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, που συγκαταλέγεται στα πλεονεκτήματα των ιδιωτικών συστημάτων, υφίσταται μεν, αλλά αφορά μόνο τους πολίτες που έχουν την οικονομική δυνατότητα ή την ασφαλιστική κάλυψη. Φυσικά και τα δημόσια συστήματα χαρακτηρίζονται από μειονεκτήματα, όπως η εμφάνιση λιστών αναμονής και η γραφειοκρατική λειτουργία τους, για τα οποία όμως υπάρχουν μηχανισμοί, αν όχι εξάλειψης, τουλάχιστον μείωσης της εμφάνισής τους.
Προς επίρρωση των ανωτέρω, χρησιμοποιείται το παράδειγμα του συστήματος Υγείας των ΗΠΑ, το οποίο συνιστά την πλησιέστερη στο φιλελεύθερο μοντέλο εκδοχή. Ως σύστημα κρίνεται ιδιαίτερα δαπανηρό -ο τομέας της Υγείας το 2019 αντιπροσώπευε το 17,8% του ΑΕΠ-, είναι αναποτελεσματικό, σε σχέση με τους διατιθέμενους πόρους, και χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες, με μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να είναι ανασφάλιστο ή μερικώς ασφαλισμένο. Προσπάθειες μεταρρύθμισης, που επιχειρούνται κατά καιρούς, προσκρούουν σε συμφέροντα και σε ιδεοληπτικές εμμονές. Η πανδημία ανέδειξε την ένδεια του συστήματος και έφερε στην επιφάνεια όλες τις παθογένειές του.
Στο αντεπιχείρημα, από τους θιασώτες του φιλελεύθερου μοντέλου, πως και το ελληνικό σύστημα Υγείας, το οποίο εντάσσεται στα δημόσια συστήματα, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, μια πρώτη απάντηση είναι πως αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερη μείξη, όπου το Εθνικό Σύστημα Υγείας συνυπάρχει με την κοινωνική ασφάλιση και με έναν υπερδιογκωμένο και χωρίς όρια ανάπτυξης ιδιωτικό τομέα. Είναι άστοχο και συνάμα άδικο να θεωρούνται όλα τα προβλήματα του ΕΣΥ εγγενή, συστημικά, προβλήματα που πηγάζουν δηλαδή από τον δημόσιο χαρακτήρα του, όταν αυτά είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της ατελούς ανάπτυξής του, των στρεβλώσεων στη λειτουργία του, των σε αρνητική κατεύθυνση πολιτικών παρεμβάσεων και της μη εφαρμογής σύγχρονων εργαλείων μάνατζμεντ.
Αδιαμφισβήτητα, η πανδημία ενίσχυσε σε καταλυτικό βαθμό την ανάγκη ύπαρξης ισχυρότερων δημόσιων συστημάτων. Κατέστησε απαραίτητη τη διασφάλιση της καθολικής κάλυψης του πληθυσμού, με άρση κάθε κοινωνικού, οικονομικού και γεωγραφικού εμποδίου στην προσβασιμότητα στις υπηρεσίες Υγείας. Κατέδειξε την αναγκαιότητα του προσανατολισμού στη δημόσια Υγεία και της μετατόπισης του επίκεντρου των συστημάτων Υγείας από τη θεραπευτική παρέμβαση στην πρωτοβάθμια (ή πρωταρχική, επί το σωστότερο) φροντίδα υγείας, στην αγωγή και προαγωγή υγείας, στην πρόληψη. Τόνισε την ανάγκη για ενιαίο σχεδιασμό και προγραμματισμό και για έναν καλύτερο συντονισμό και μάλιστα όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε υπερεθνικό επίπεδο. Στην κατεύθυνση αυτή, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν έκανε, πριν από λίγους μήνες, λόγο για την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Υγείας.
Είναι καιρός πλέον να σταματήσει η αντιπαράθεση σχετικά με τον χαρακτήρα του αγαθού φροντίδα υγείας. Οι προαναφερόμενοι διαχρονικοί λόγοι αλλά και οι συνθήκες που βιώνουμε επιτάσσουν να αντιμετωπίζεται ως δημόσιο – κοινωνικό αγαθό και όχι ως εμπόρευμα. Υπό το φάσμα μάλιστα των μελλοντικών πανδημιών, για την επέλευση των οποίων η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί, αλλά και των επιπτώσεων της κλιμακούμενης κλιματικής κρίσης, επιβάλλεται να τεθεί ως διεθνής στόχος, η φροντίδα υγείας να καταστεί ένα παγκόσμιο δημόσιο αγαθό, ένα δικαίωμα πανανθρώπινο, χωρίς αποκλεισμούς.
* Ο Χρήστος Αναστασόπουλος είναι οικονομολόγος, MSc στη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας του ΕΣΥ και δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας