Θεοχαρόπουλος (ΔΗΜΑΡ): Το πολύ μέχρι το φθινόπωρο του 2017 αντέχει αυτή η κυβέρνηση

«Ο ανασχηματισμός  δεν θα δώσει καμία λύση», ανέφερε ο πρόεδρος της  ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης,  Θ. Θεοχαρόπουλος

theoxaropoulos1 «Η απώλεια της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι τάχιστη, για αυτό το μέγιστο όριο που μπορεί να αντέξει αυτή η κυβέρνηση είναι το φθινόπωρο του 2017», τόνισε ο πρόεδρος της  ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης,  Θ. Θεοχαρόπουλος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η Άποψη».

Όπως είπε, ο ανασχηματισμός  δεν θα δώσει καμία λύση και «το πολιτικό ζήτημα της χώρας δεν λύνεται μέσω μεταγραφών, αλλά μέσω αλλαγής πολιτικών.

Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει καν διαπιστώσει τις αιτίες του προβλήματος, πώς είναι δυνατόν να δώσει λύσεις;».
Κατά τον ίδιο,» η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι πολύ αρνητική για την ελληνική κοινωνία.
Η κρίση δεν βαθαίνει απλά.
Παγιώνεται και αποκτά χαρακτηριστικά μιας μόνιμης πραγματικότητας.
Η ελληνική οικογένεια δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα.
Η μικρομεσαία επιχείρηση στενάζει.
Η κυβέρνηση δεν δίνει λύσεις αλλά δημιουργεί, αναπαράγει και διευρύνει παθογένειες σε όλους τους τομείς.
Αν συνεχισθούν αυτές οι αναποτελεσματικές πολιτικές, οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι αναπόφευκτες».
Κάνοντας αναφορά στις δημοσκοπήσεις ο κ. Θεοχαρόπουλος τόνισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει στην κοινωνία και αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις.

Η ΝΔ δεν καταθέτει προτάσεις, ασκεί στείρα αντιπολίτευση και ζητά κάθε μέρα εκλογές. Είναι καταστροφικός τόσο ο δεξιός όσο και ο αριστερός λαϊκισμός.

Είναι θετικό ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη σε αυτό το πολωτικό κλίμα διατηρεί και αρχίζει να αυξάνει τις δυνάμεις της.
Οι πολίτες αναζητούν εναλλακτική προοδευτική λύση και εμείς είμαστε αποφασισμένοι να την δώσουμε».

Κληθείς να απαντήσει για το στάση που  θα τηρήσει  η Δημοκρατική Συμπαράταξη σε περίπτωση πρόωρων εκλογών και νίκης της Νέας Δημοκρατίας, ο κ. Θεοχαρόπουλος απάντησε «υπεύθυνη.

Η στάση μας θα εξαρτηθεί και από την δύναμή μας. Για αυτό εργαζόμαστε συστηματικά για την ισχυροποίηση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης διεκδικώντας την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών».

Πρόσθεσε πως «αν είναι αυτοδύναμη η ΝΔ, θα είμαστε η αξιόπιστη αντιπολίτευση, χωρίς λαϊκισμούς και αυταπάτες με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Αν η ΝΔ δεν είναι αυτοδύναμη, θα διεκδικήσουμε την εθνική συνεννόηση όλων των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως την επιζητούμε και σήμερα».
Περαιτέρω, δήλωσε ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένος από την προσπάθεια  για την αντιμετώπιση της διαπλοκής και διαφθοράς και συμπλήρωσε ότι «η σημερινή κυβέρνηση αντί να αντιμετωπίσει την διαπλοκή, να ενισχύσει τις ανεξάρτητες αρχές και να δημιουργήσει αξιοκρατικούς θεσμούς διαφάνειας, αναπαράγει τα λάθη του παρελθόντος. Η κυβέρνηση συνεχίζει να αντιπολιτεύεται την αντιπολίτευση.

ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ με την τεχνητή πόλωση και την καρικατούρα δικομματισμού απαξιώνουν το πολιτικό σύστημα και δυστυχώς ρίχνουν νερό στο μύλο της ακροδεξιάς».

Για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών, ο ίδιος σημείωσε ότι «όπως εξελίχθηκε, ήταν μία ρεβανσιστική προσπάθεια της κυβέρνησης απέναντι στα ΜΜΕ.
Ο Πρωθυπουργός δήλωνε ευτυχής για το ότι έκλεισε στα καμαράκια τους εκπροσώπους των ΜΜΕ.

Απαντούσε αλαζονικά σε μία δημοσιογράφο ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού που θα έμενε άνεργη.

Βεβαίως και χρειαζόταν να μπει τάξη και αυτό κακώς δεν είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια. Όμως τάξη δεν βάζεις θέλοντας να προκαλέσεις το μαύρο σε βιώσιμους τηλεοπτικούς σταθμούς οδηγώντας χιλιάδες εργαζόμενους στην ανεργία.

Τάξη δεν μπαίνει με μοναδικό κριτήριο το χρήμα και χωρίς την λειτουργία του ΕΣΡ.

Στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών η κυβέρνηση πήρε διαζύγιο με την λογική».
Ο κ. Θεοχαρόπουλος σημείωσε ότι «οι επίσημες αντιδράσεις της κυβέρνησης το βράδυ της απόφασης του ΣτΕ αποτελούν μία μαύρη σελίδα.
Αμφισβητήθηκε το κράτος δικαίου, η διάκριση των εξουσιών. Υπήρξε πανικός και έλλειψη αυτοκριτικής.
Η απόφαση του ΣτΕ αποτέλεσε ένα ισχυρό πολιτικό ράπισμα και μία ήττα για την κυβέρνηση.
Θέλω να ελπίζω ότι τουλάχιστον τώρα θα σκεφτούν πιο ώριμα κατανοώντας τα λάθη τους».
Ακόμη, υπογράμμισε ότι «ο διαχωρισμός των σχέσεων εκκλησίας – κράτους είναι αναγκαίος.
Είναι μία προοδευτική μεταρρύθμιση προς το συμφέρον όλων.
Στο πλαίσιο αυτό το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να αλλάξει γιατί όπως διδάσκεται δεν δημιουργεί κίνητρα ενδιαφέροντος στους μαθητές.
Να σταματήσει να είναι ομολογιακού χαρακτήρα.
Δυστυχώς η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τολμούν να προχωρήσουν ούτε και σε αυτές τις αλλαγές που αποτελούν διαχρονικές και πάγιες θέσεις της αριστεράς».
Επιπλέον, ο κ. Θεοχαρόπουλος χαρακτήρισε «ειλικρινής» την πολιτική συμπόρευση με τη Φώφη Γεννηματά, προσθέτοντας ότι «βασίζεται στον σεβασμό της πολιτικής και οργανωτικής αυτονομίας των χώρων μας στη βάση της προγραμματικής μας συμφωνίας, αλλά και στον κοινό στόχο ενός ισχυρού προοδευτικού φορέα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε σε όλα.
Αλλά αυτά που μας ενώνουν είναι πολλαπλάσια των ενδεχόμενων αποκλίσεων».
Υπογράμμισε δε, πως το εγχείρημα για τη δημιουργία ενός νέου προοδευτικού φορέα δεν έχει εγκαταλειφθεί και «με επίκεντρο την Δημοκρατική Συμπαράταξη εντείνουμε τις διεργασίες σε επίπεδο κοινωνίας για την εμβάθυνση και διεύρυνση του εγχειρήματος».
Όπως είπε, «στην ενωτική μας προσπάθεια θέση έχουν όσοι κατανοούν την ανάγκη ενός ισχυρού αυτόνομου πόλου της κεντροαριστεράς σαφώς οριοθετημένου τόσο από τις αδιέξοδες πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από τις συντηρητικές πολιτικές της ΝΔ.
Όροι δεν υπάρχουν, πολιτικές προϋποθέσεις υπάρχουν.
Η ηγεσία του Ποταμιού δυστυχώς επέλεξε την κομματικά αυτόνομη πορεία, όμως οι προοδευτικοί πολίτες που παρακολούθησαν ανά περιόδους το εγχείρημα και δεν εκφράζονται από την περιχαράκωση, όπως και το Κίνημα Δημοκρατών και Σοσιαλιστών, μπορούν να συμβάλλουν σήμερα αποφασιστικά στην διεύρυνση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
Ο κόσμος όμως της κεντροαριστεράς έχει ταλαιπωρηθεί από τις ατέρμονες διαβουλεύσεις και τα ατελείωτα διαδικαστικά σχέδια, σήμερα είναι η ώρα των πράξεων και των δεσμεύσεων».
Περαιτέρω, σημείωσε ότι « η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής είναι πράγματι αποκαλυπτική.
Η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική είναι αδιέξοδη.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού έχει νέα μέτρα, εκ των οποίων το 97% προέρχεται από την αύξηση εσόδων, δηλαδή από νέους φόρους.
Η δική μας πρόταση είναι να αλλάξει το μίγμα οικονομικής πολιτικής με στόχο τον εξορθολογισμό δαπανών χωρίς μειώσεις μισθών και συντάξεων, αλλά με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς».
Τόνισε δε, πως  «οι προτάσεις μας είναι ρεαλιστικές και κοστολογημένες και δίνουν το ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα χωρίς φόρους πάνω στους φόρους, αλλά με κοινωνική δικαιοσύνη».
Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι «κλειδί για την ανάκαμψη είναι να υπάρξει σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και βιώσιμη ανάπτυξη, για να υπάρξει εκκίνηση της οικονομίας και της επενδυτικής δραστηριότητας», ενώ  «είναι απαραίτητη η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους για να καταστεί βιώσιμο».
Για τις τουρκικές προκλήσεις  ο κ. Θεοχαρόπουλος σημείωσε ότι ανησυχεί ολοένα και περισσότερο.
«Πρόκειται για απαράδεκτες προκλήσεις.
Πρέπει να υπάρξει εθνική συνεννόηση για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Για αυτό προτείνω να δημιουργηθεί Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής.
Στα εθνικά θέματα δεν επιτρέπονται στείρες κομματικές αντιπαραθέσεις, απαιτείται υπεύθυνη στάση», κατέληξε.

Πηγή: bankingnews.gr