Του Δημήτρη Χριστόπουλου*
Yποψήφιος ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ
«Μα είναι δυνατόν το ελληνικό κράτος να ανέχεται να κυκλοφορεί διεθνώς η είδηση ότι δεκάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά πνίγονται στις ελληνικές θάλασσες, παρουσία μάλιστα του Λιμενικού όπως συνέβη στο Φαρμακονήσι;». Πρόκειται για μία ερώτηση που δεν άκουσα λίγες φορές, ενόσω βρισκόμουν στο εξωτερικό. Την απάντηση μου τη ζύγισα καλά, πιστέψτε με, και τελικά η μόνη που διαθέτω είναι η εξής: Η ελληνική κυβέρνηση όχι απλώς ανέχεται, αλλά επιθυμεί κιόλας να κυκλοφορούν τέτοιες ειδήσεις. Διότι αποτελούν την καλύτερη απόδειξη ότι στην Ελλάδα μετανάστες, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο -ποιος τους ξεχωρίζει, άλλωστε;- θα βιώσουν την κόλαση και, γι’ αυτό, καλύτερα να την αποφεύγουν.Δεν πρόκειται, δυστυχώς, για ερμηνεία, ούτε για αποκάλυψη. Είναι ομολογία ανώτατων αξιωματούχων της κυβέρνησης και αρμόδιων κρατικών λειτουργών, όπως του κ. Άδωνι Γεωργιάδη ή και του μέχρι πρόσφατα Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ…
Αντιλαμβάνομαι πλήρως την αμηχανία που προκαλεί το μεταναστευτικό. Για την Ελλάδα των τελευταίων χρόνων ήταν καινούργιο πρόβλημα που εισέβαλε ορμητικά και άλλαξε τις ζωές μας. Αλλά αν θέλουμε πραγματικά να το αντιμετωπίσουμε, πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου. Κι αυτό το κάπου είναι η παραδοχή ότι η μέχρι τώρα αντιμετώπισή του έχει οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο. Η επιλογή του «σφραγίσματος των συνόρων» με φράκτες και με μαζικές απωθήσεις, που πυκνώνουν ανησυχητικά αν και απαγορευμένες από τις διεθνείς συμβάσεις, δεν μείωσε τους μετανάστες (η κρίση μπορεί, η κακοποίηση όχι), αύξησε όμως τα θύματα.
Άλλωστε, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, ούτε αποκλειστικά του ευρωπαϊκού Νότου και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Η Ελλάδα και ο Νότος επιβαρύνονται υπέρμετρα, επειδή ακριβώς αποτελούν τις πύλες της Ευρώπης. Ούτε έχει να κάνει τόσο με τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ -Δουβλίνο ΙΙΙ, στην πραγματικότητα-, που αφορά ένα μικρό μέρος των μεταναστευτικών ροών, τους αιτούντες άσυλο. Το πρόβλημα είναι το ίδιο το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση, που επιχειρεί να «σφραγίσει» τα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρίχνοντας δυσανάλογα μεγάλα βάρη για την φύλαξή τους στις χώρες του Νότου. Είναι, επίσης, η Συνθήκη Σένγκεν που οξύνει το πρόβλημα απαγορεύοντας την κυκλοφορία στα κράτη – μέλη της για όσους δεν διαμένουν νόμιμα στο έδαφος της Ένωσης.
Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλησε να φτιάξει στην Ελλάδα ένα «σταθμό πρώτων βοηθειών» για τους μετανάστες, ώστε να μην μπορούν να προχωρήσουν προς το κυριλέ «ευρωπαϊκό νοσοκομείο» του Βορρά. Γι’ αυτό και την χρηματοδοτεί. Η Ελλάδα, με τη σειρά της, δεν θέλει να αποτελέσει «σταθμό πρώτων βοηθειών», προτιμώντας να γίνει «νεκροτομείο». Εκεί, δυστυχώς, οδηγεί η πολιτική του «να κάνουμε τον βίο αβίωτο στους μετανάστες για να πάψουν να έρχονται», που και επίσημα έχουν διακηρύξει υπουργοί και ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ. Η πολιτική αυτή δεν είναι μόνο απάνθρωπη. Είναι υποκριτική, είναι δημαγωγική και απολύτως αναποτελεσματική. Γι’ αυτό ακριβώς, αυτό που ζούμε, δεν είναι απλώς η αποτυχία. Είναι το απόλυτο αδιέξοδο. Ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο…
Υπάρχει λύση; Έχοντας ασχοληθεί επί χρόνια με το θέμα ως ερευνητής, γνωρίζοντας πολύ καλά τη διεθνή εμπειρία και τις πολιτικές των αρμόδιων ευρωπαϊκών θεσμών και των διεθνών οργανώσεων, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι, ναι, υπάρχουν λύσεις ρεαλιστικές που σέβονται την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα των ανθρώπων, Ελλήνων και αλλοδαπών, και διαφυλάσσουν συνοχή της κοινωνίας. Χρειαζόμαστε, κατ’ αρχήν, οργανωμένα σημεία, στα οποία αυτοί που μπαίνουν στη χώρα θα μπορούν να υποβάλλουν το όποιο αίτημά τους, είτε είναι η παροχή ασύλου είτε κάτι άλλο. Χρειαζόμαστε, επίσης, κέντρα πρώτης υποδοχής -και όχι, βέβαια, στρατόπεδα συγκέντρωσης-, που θα δέχονται τους ανθρώπους αυτούς. Και χρειαζόμαστε, κυρίως, την καταγραφή του μεταναστευτικού πληθυσμού, που θα επιτρέψει μια σοβαρή διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον δίκαιο και αναλογικό καταμερισμό των μεταναστών στις χώρες της. Και να ήθελε η σημερινή κυβέρνηση να κάνει αυτή τη διαπραγμάτευση, δεν θα μπορούσε. Για πόσους και ποιους ανθρώπους μιλάμε; Δεν το ξέρει! Λύσεις υπάρχουν. Το αν θα εφαρμοστούν, αν θα βγούμε δηλαδή από το αδιέξοδο μιας τυφλής πολιτικής, κρίνεται κι αυτό στις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου.
*Υποψήφιου Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Αν. Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αντιπροέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου