Πρόσωπα που συμμετείχαν στα Πάθη του Κυρίου

kiskireasΤου Κυριάκου Κισκηρέα

Τα Ι­ε­ρά ευ­αγ­γέ­λια πε­ρι­γρά­φον­τας τα Πά­θη του Χρι­στού πα­ρου­σιά­ζουν πέ­ρα α­πό το πρό­σω­πο του πά­σχον­τος Κυ­ρί­ου, πολ­λά άλ­λα πρό­σω­πα και χα­ρα­κτή­ρες που δι­α­δρα­μα­τί­ζουν κά­ποι­ο ρό­λο στα γε­γο­νό­τα. Ας δού­με με­ρι­κά:

Ο νέ­ος με το σεν­τό­νι στον κή­πο (Μαρκ.14, 51-52): Ό­ταν συ­νέ­λα­βαν το Χρι­στό στον κή­πο της Γεθ­ση­μα­νή ,ή­ταν ε­κεί και έ­νας νε­α­ρός τυ­λιγ­μέ­νος με έ­να σεν­τό­νι που πα­ρα­κο­λου­θού­σε τα γε­γο­νό­τα. Η πε­ρί­ερ­γη αμ­φί­ε­ση του και το νε­α­ρό της η­λι­κί­ας του πα­ρα­κί­νη­σε κά­ποι­ους να θέ­λουν να του κά­νουν κα­κό. Αυ­τός ό­μως ά­φη­σε το σεν­τό­νι στα χέ­ρια των δι­ω­κτών του κι έ­φυ­γε μες τη νύ­χτα γυ­μνός. Το πε­ρι­στα­τι­κό δι­α­σώ­ζει μό­νο ο Ευ­αγ­γε­λι­στής Μάρ­κος και πι­θα­νόν να α­να­φέ­ρε­ται στον ε­αυ­τό του, α­φού ο Μυ­στι­κός Δεί­πνος έ­γι­νε στο σπί­τι του. Ί­σως να θέ­λη­σε κι αυ­τός να α­κο­λου­θή­σει το Χρι­στό και να μην του το ε­πέ­τρε­ψαν. Και με τον εν­θου­σια­σμό της η­λι­κί­ας του να έ­βα­λε πά­νω του έ­να σεν­τό­νι κι ό­χι τα ρού­χα του για να μην τον πά­ρουν εί­δη­ση οι γο­νείς του, κι έ­φυ­γε μες τη νύ­χτα. Θα πρέ­πει να ή­ταν τό­τε 14-15 ε­τών.

Ο δού­λος που χα­στού­κι­σε το Χρι­στό (Ι­ω­αν. 18, 22-23), : Κα­τά την πα­ρά­δο­ση της εκ­κλη­σί­ας ο δού­λος αυ­τός ή­ταν ο ε­πί 38 χρό­νια πα­ρά­λυ­τος τον ο­ποί­ο θε­ρά­πευ­σε ο Ι­η­σούς στην κο­λυμ­βή­θρα του Σι­λω­άμ. Με­τά τη θε­ρα­πεί­α του έ­γι­νε δού­λος στην αυ­λή του αρ­χι­ε­ρέ­α Άν­να. Για να α­πο­δεί­ξει πως εί­ναι πι­στός στον αρ­χι­ε­ρέ­α και δεν έ­χει κα­μί­α σχέ­ση με τον ευ­ερ­γέ­τη του τον Ι­η­σού, χα­στου­κί­ζει χω­ρίς αι­τί­α τον Ι­η­σού, χω­ρίς να λά­βει τέ­τοι­α δι­α­τα­γή και χω­ρίς να υ­πάρ­χει λό­γος. Δεν εί­χε κα­νέ­να λό­γο να βρί­σκε­ται ε­κεί, κα­νέ­νας δε θα πρό­σε­χε την α­που­σί­α του αν­τι­θέ­τως ό­λοι θα δι­και­ο­λο­γού­σαν εν­δε­χό­με­νη συμ­πά­θεια του προς τον Ι­η­σού. Μα ο δού­λος νοι­ά­ζε­ται μό­νο για το ψω­μί του, μή­πως σκε­φτεί κά­τι ο αρ­χι­ε­ρέ­ας, μή­πως τον δι­ώ­ξει και πώς θα ζή­σει. Η κί­νη­ση του να χα­στου­κί­σει τον Ι­η­σού ό­σο κι αν φαί­νε­ται αυ­θόρ­μη­τη και α­ψυ­χο­λό­γη­τη εί­ναι βα­θιά υ­στε­ρό­βου­λη και με­λε­τη­μέ­νη και κρύ­βει πα­νι­κό και κα­κί­α.

Οι γυ­ναί­κες της Ι­ε­ρου­σα­λήμ (Λουκ. 23, 27-31): Η Σταύ­ρω­ση του Ι­η­σού εί­ναι κα­θα­ρά αν­τρι­κή υ­πό­θε­ση . Οι γυ­ναί­κες εί­ναι α­μέ­το­χες. Ό­χι μό­νο δε φω­νά­ζουν «σταύ­ρω­σον», αλ­λά στέ­κον­ται στο δρό­μο , κοι­τά­ζουν την πομ­πή προς το Σταυ­ρό και κλαί­νε και θρη­νούν το Χρι­στό σαν δι­κό τους άν­θρω­πο χτυ­πών­τας τα στή­θη τους, ό­πως συ­νή­θι­ζαν να θρη­νούν στην Α­να­το­λή. Μια α­πό αυ­τές , η Βε­ρο­νί­κη , σφουγ­γί­ζει με έ­να μαν­τή­λι το μα­τω­μέ­νο πρό­σω­πο του Χρι­στού και πά­νω στο μαν­τή­λι α­πο­τυ­πώ­νε­ται η μορ­φή του. Ο Χρι­στός α­πευ­θυ­νό­με­νος στις γυ­ναί­κες τις πα­ρα­κι­νεί να μην κλαί­νε για αυ­τόν , αλ­λά για τους ε­αυ­τούς τους και τα παι­διά τους , για­τί σε λί­γα χρό­νια η Ι­ε­ρου­σα­λήμ θα κα­τα­στρα­φεί.

Ο Ι­ω­σήφ ο α­πό Α­ρι­μα­θαί­ας (Λουκ. 23,50-56): «ευ­σχή­μων» βου­λευ­τής, μέ­λος του Με­γά­λου Συ­νε­δρί­ου. Το Μέ­γα Συ­νέ­δριο α­πο­τε­λεί­το α­πό 70 βου­λευ­τές, πλού­σιους και ε­πι­φα­νείς Ι­ου­δαί­ους οι ο­ποί­οι εί­χαν ο­ρι­στεί α­πό το ι­ε­ρα­τεί­ο του να­ού και τους Ρω­μαί­ους να εκ­προ­σω­πούν τον υ­πό­δου­λο λα­ό. Εί­χαν και δι­κα­στι­κά κα­θή­κον­τα ,κυ­ρί­ως σε θέ­μα­τα α­στι­κού δι­καί­ου αλ­λά και τή­ρη­σης του μω­σα­ϊ­κού νό­μου. Ο Ι­ω­σήφ μει­ο­ψή­φι­σε στη θα­να­τι­κή κα­τα­δί­κη του Ι­η­σού, πα­ρα­χώ­ρη­σε τον τά­φο που εί­χε ε­τοι­μά­σει για τον ε­αυ­τό του για να τα­φεί ο Χρι­στός και με τόλ­μη, ζή­τη­σε ά­δεια α­πό τον Πι­λά­το να θά­ψει τον Ι­η­σού. Τους κα­τα­δι­κα­σμέ­νους σε θά­να­το δεν τους έ­θα­βαν, αλ­λά τους ά­φη­ναν για και­ρό ά­τα­φους να τους φά­νε τα ά­γρια που­λιά. Α­φού έ­λα­βε την ά­δεια α­πό τον Πι­λά­το ε­πι­με­λή­θη­κε και την τα­φή του Χρι­στού α­γο­ρά­ζον­τας μύ­ρα. Αυ­τός ο γεν­ναί­ος άν­θρω­πος που ρί­σκα­ρε, έ­δω­σε πε­ρι­ου­σια­κά του στοι­χεί­α φρόν­τι­σε τον νε­κρό Ι­η­σού, α­ξι­ώ­θη­κε να κη­ρύ­ξει την Α­νά­στα­ση του Χρι­στού κι εί­ναι ο φω­τι­στής των Βρε­τα­νών.

Ο ε­κα­τόν­ταρ­χος (Ματθ.27,54):  ο Ρω­μαί­ος α­ξι­ω­μα­τι­κός Λογ­γί­νος ή­ταν ο σταυ­ρω­τής του Ι­η­σού, δη­λα­δή ο α­ξι­ω­μα­τι­κός που ή­ταν ε­πι­κε­φα­λής του ε­κτε­λε­στι­κού α­πο­σπά­σμα­τος το ο­ποί­ο σταύ­ρω­σε το Χρι­στό. Ή­ταν ε­πί­σης ο ε­πι­κε­φα­λής των φρου­ρών του τά­φου του Χρι­στού. Βλέ­πον­τας τα γε­γο­νό­τα της σταύ­ρω­σης ο­μο­λό­γη­σε πως ο Ι­η­σούς εί­ναι πράγ­μα­τι Υι­ός του Θε­ού. Με­τά την Α­νά­στα­ση λι­πο­τά­κτη­σε και κρύ­φτη­κε στον Πόν­το φο­βού­με­νος για τη ζω­ή του. Τε­λι­κά τον βρή­καν και τον σκό­τω­σαν ως Χρι­στια­νό. Μά­λι­στα φι­λο­ξέ­νη­σε τους δι­ώ­κτες του και τους πα­ρα­δό­θη­κε το πρω­ί. Εί­ναι ά­γιος της πί­στης μας. Πέ­θα­νε ό­χι για τις ι­δέ­ες του ή τη λι­πο­τα­ξί­α του , αλ­λά ως μάρ­τυ­ρας της Σταύ­ρω­σης και της Α­νά­στα­σης του Χρι­στού, ως ε­πι­κε­φα­λής της κου­στω­δί­ας που μά­ται­α φύ­λασ­σε τον τά­φο, α­φού ο Χρι­στός που εί­ναι η ζω­ή θα α­να­στη­θεί.