Τώρα, τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών που έφτασαν στο National Geographic, επιβεβαιώνουν ότι τα απομεινάρια της σπηλιάς που βρίσκεται μέσα στον ναό, προέρχονται από τον τάφο που ανακάλυψαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι.
Το αρχικό ασβεστολιθικό τμήμα του τάφου και η μαρμάρινη πλάκα που το καλύπτει χρονολογείται γύρω στο έτος 345. Σύμφωνα με ιστορικά κείμενα, οι Ρωμαίοι ανακάλυψαν τον τάφο, τον αναστήλωσαν και έχτισαν τον ναό γύρω στο 326 μΧ. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι τώρα, τα πρώτα αρχιτεκτονικά στοιχεία που βρέθηκαν μέσα και γύρω από το συγκρότημα τάφων που χρονολογούνται στην περίοδο των Σταυροφόρων, καθιστώντας το όχι μεγαλύτερο από 1.000 χρόνια.
Αν και είναι αρχαιολογικά αδύνατον να επιβεβαιωθεί πως πρόκειται όντως για τον τάφο του Ιησού του Ναζωραίου, τα νέα στοιχεία δείχνουν πως το ταφικό συγκρότημα χτίστηκε κατά την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ο τάφος είχε ανοιχτεί για πρώτη φορά μετά από αιώνες τον Οκτώβριο του 2016, στο πλαίσιο συντήρησης από ομάδα Ελλήνων επιστημόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Τα δείγματα είχαν ληφθεί κατά τη διάρκεια των εργασιών, και τα αποτελέσματα της ανάλυσής τους παρείχε στο National Geographic η επικεφαλής της ομάδας, καθηγήτρια Αντωνία Μοροπούλου.
Η ιστορία του τάφου
Όταν οι εκπρόσωποι του Μεγάλου Κωνσταντίνου έφτασαν στην Ιερουσαλήμ γύρω στο 325 για να εντοπίσουν τον τάφο, φέρεται να υποδείκνυαν έναν ρωμαϊκό ναό που χτίστηκε περίπου 200 χρόνια νωρίτερα.
Ο ρωμαϊκός ναός καταστράφηκε και οι ανασκαφές κάτω από αυτό αποκάλυψαν έναν τάφο μέσα σε μια ασβεστολιθική σπηλιά. Η κορυφή του σπηλαίου καταστράφηκε για να γίνει προσβάσιμο το εσωτερικό του τάφου και ο ναός της Αναστάσεως χτίστηκε γύρο από αυτό.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του τάφου είναι το μακρύ “ταφικό κρεβάτι”, το οποίο σύμφωνα με την παράδοση ήταν εκεί όπου το σώμα του Ιησού Χριστού ήταν τοποθετημένο μετά τη σταύρωση. Ανάλογα ράφια και κόγχες, που είναι κατασκευασμένα σε ασβεστολιθικά σπήλαια, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα στους τάφους των πλουσίων Εβραίων της Ιερουσαλήμ του 1ου αιώνα.
Η μαρμάρινη επένδυση που καλύπτει το «ταφικό κρεβάτι» πιστεύεται ότι εγκαταστάθηκε το 1555 το αργότερο και πιθανότατα ήταν παρούσα από τα μέσα του 1300, σύμφωνα με τους λογαριασμούς προσκυνητών.
Η έρευνα του ΕΜΠ
Το ΕΜΠ προχώρησε σε εργασίες αναστήλωσης του μνημείου και άνοιξε για πρώτη φορά τον τάφο τον Οκτώβριο του 2016 όταν και πήραν δείγματα για να προχωρήσουν την έρευνά τους.
Μεγάλη έκπληξη για τους επιστήμονες ήταν το γεγονός ότι κάτω από το μάρμαρο στον τάφο βρήκαν ένα παλαιότερο, σπασμένο μάρμαρο με έναν σταυρό επάνω του, το οποίο βρισκόταν ακριβώς πάνω από το ταφικό κρεβάτι.
Αυτή η δεύτερη μαρμάρινη πλάκα αποτέλεσε σημείο διαφωνίας μεταξύ των επιστημόνων. Αλλοι υποστήριζαν ότι προέρχεται από την περίοδο των Σταυροφορειών, ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι είναι πρωθύστερη. Η έρευνα του ΕΜΠ απέδειξε κάτι πολύ σπουδαιότερο που κανείς μέχρι τότε δεν τολμούσε ούτε καν να ισχυριστεί: Οτι αυτή η μαρμάρινη πλάκα ήταν η πρώτη εκείνη που τοποθετήθηκε επί επί Ρωμαϊκής εποχής, υπό τις εντολές του Μέγα Κωνσταντίνου, στο πρώτο ταφικό μνημείο για τον Χριστό.
Πέραν αυτού οι επιστήμονες του ΕΜΠ, κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του Αγίου Κουβουκλίου προσδιόρισαν ότι μεγάλο μέρος της ταφικής σπηλιάς παραμένει περικλεισμένο μέσα στα τοιχώματα του ιερού. Τα δείγματα κονιάματος που ελήφθησαν από υπολείμματα του νότιου τοίχου της σπηλιάς χρονολογούνται από το 335 έως και το 1570, γεγονός που έδωσε ακόμα περισσότερα στοιχεία για την κατασκευή της ρωμαϊκής περιόδου, αλλά και την αποκατάσταση του 16ου αιώνα, που ήταν άλλωστε γνωστή. Το κονίαμα που ελήφθη από την είσοδο του τάφου χρονολογείται στον 11ο αιώνα και είναι σύμφωνο με την ανακατασκευή του Αγίου Κουβουκλίου, μετά την καταστροφή του το 1007.
«Είναι ενδιαφέρον το πώς αυτά τα κονιάματα όχι μόνο παρέχουν στοιχεία για το αρχαιότερο ιερό στο χώρο, αλλά και επιβεβαιώνουν την ιστορική ακολουθία κατασκευής του Αγίου Κουβουκλίου», είναι η χαρακτηριστική δήλωση της επικεφαλής των ερευνών του ΕΜΠ Καθηγήτριας Τόνιας Μοροπούλου.