Το σχέδιο νόμου για την εκλογή δημοτικών και περιφερειακών αρχών πρέπει να αποσυρθεί ως απαράδεκτο

Γράφει ο Χρήστος Αναστασόπουλος

Το σχέδιο νόμου του ΥΠ.ΕΣ. με τίτλο «Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών» αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία της κυβέρνησης σχετικά με τα ζητήματα που άπτονται της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεν αποτέλεσε φυσικά κεραυνό εν αιθρία, ήρθε ως νομοτελειακό επακόλουθο της ιδεολογικής αντίθεσής της απέναντι στο σύστημα της απλής αναλογικής και της νόθευσης, από μέρους της, του προηγούμενου εκλογικού νόμου, με αντιδημοκρατικές παρεμβάσεις στη λειτουργία των Ο.Τ.Α., που στόχο είχαν την εκ των υστέρων ενίσχυση των Δημάρχων και την αποδυνάμωση των Δημοτικών Συμβουλίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων παρεμβάσεων, ήταν η διασφάλιση υπέρ των Δημοτικών Αρχών υπέρμετρων πλειοψηφιών στην Οικονομική Επιτροπή και στην Επιτροπή Ποιότητας Ζωής και η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το Δημοτικό Συμβούλιο στις επιτροπές αυτές.  Οι κανόνες της εκλογικής αναμέτρησης όσο και το εκλογικό σύστημα ήταν γνωστά σε όλους πριν τις εκλογές, ως εκ τούτου, διορθωτικές ενέργειες εκ των υστέρων αλλοιώνουν επί της ουσίας τη λαϊκή ετυμηγορία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα, και εγείρουν σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, Δήμαρχος εκλέγεται ο επικεφαλής του συνδυασμού που πλειοψήφησε στις εκλογές με ποσοστό άνω του 43%, ενισχύεται ο επιτυχών συνδυασμός εκλέγοντας κατ΄ ελάχιστο τα 3/5 του συνόλου των εδρών του Δημοτικού Συμβουλίου, δικαίωμα εκλογής δημοτικού συμβούλου έχει συνδυασμός που συγκέντρωσε ποσοστό τουλάχιστον 3%, ενώ περιορίζεται σημαντικά ο αριθμός των δημοτικών συμβούλων και η εκπροσώπηση των δημοτικών κοινοτήτων. Με το νομοσχέδιο αυτό η κυβέρνηση, επικαλούμενη την ανάγκη κυβερνησιμότητας, διολισθαίνει σε ακραία συντηρητικές προσεγγίσεις για το χώρο της αυτοδιοίκησης. Μέσω των διατάξεών του καταστρατηγείται η βασική αρχή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος που είναι η ισοτιμία της ψήφου των πολιτών, μεταφέροντας ουσιαστικά στο χώρο της αυτοδιοίκησης τις παθογένειες της κεντρικής πολιτικής σκηνής, η αντιπολίτευση συρρικνώνεται και η πολυφωνία περιορίζεται, η ανάγκη για κοινωνική νομιμοποίηση παρακάμπτεται, η εκπροσώπηση στρεβλώνεται, οι επιλογές της κοινωνίας αλλοιώνονται, η συμμετοχή εμποδίζεται και ο ρόλος των κοινοτήτων σμικρύνεται σημαντικά. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η μη αιτιολογημένη, βάσει της ανάγκης κυβερνησιμότητας, αλλά και  ακατανόητη, διότι δεν τίθεται ζήτημα εξοικονόμησης πόρων, ρύθμιση περιορισμού του αριθμού των δημοτικών συμβούλων.

Οι όποιες αδυναμίες του νόμου «Κλεισθένη», όπως η θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής για το Δημοτικό Συμβούλιο αλλά του πλειοψηφικού συστήματος για την εκλογή Δημάρχου, δεν αναιρούν την αξία της απλής αναλογικής και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για απομάκρυνση από τη φιλοσοφία της. Εξάλλου, το σύστημα το οποίο υπεραμύνεται η κυβέρνηση διασφαλίζει μεν την κυβερνησιμότητα, αλλά ευνοεί ταυτόχρονα, όπως η εμπειρία καταδεικνύει, την αλαζονεία, την αδιαφάνεια, την αδυναμία ελέγχου, την ανομία και την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων. Η κυβερνησιμότητα δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση δυστυχώς επιλέγει την οπισθοδρόμηση, όταν το σύστημα της απλής αναλογικής, σε διάφορες παραλλαγές της, συνιστά το κυρίαρχο μοντέλο στο χώρο της αυτοδιοίκησης στις σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ζητούμενα είναι η συλλογικότητα, ο σεβασμός, η δημοκρατία, ο διάλογος, η σύνθεση, το επιχείρημα. Τέτοιες βέλτιστες πρακτικές υπάρχουν αρκετές, για όσους φυσικά ενδιαφέρονται να τις αναζητήσουν. Η κυβέρνηση λειτουργεί πατερναλιστικά και ταυτόχρονα προσβλητικά απέναντι στους ανθρώπους της αυτοδιοίκησης αλλά και τους πολίτες εν γένει, όταν αποκλείει a priori την ικανότητά τους  να συνυπάρχουν, να συνδιαλέγονται, να συνεννοούνται, να συνθέτουν και να ομονοούν μπροστά στο κοινό καλό.

Με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τη δημοκρατία, την ισοτιμία της ψήφου, τη συμμετοχή, την πολυφωνία και τη διαφάνεια, το δημοτικό συμβούλιο πρέπει να διατρανώσει την αντίθεσή του απέναντι στο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης και να ζητήσει την απόσυρσή του.


Ο Χρήστος Αναστασόπουλος είναι Οικονομολόγος, MSc – Δημοτικός Σύμβουλος με την παράταξη «Ανοιχτός Δήμος – Ενεργοί Πολίτες»