Οι οφθαλμοπάθειες που μειώνουν την όραση και παραμένουν αδιόρθωτες μετά την ηλικία των 60 ετών μπορεί να αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη νόσου Αλτσχάιμερ και άλλων μορφών άνοιας.
Ολοένα περισσότερες μελέτες δείχνουν πως οι άνθρωποι οι οποίοι για χρόνια δεν βλέπουν καλά, διατρέχουν μακροπρόθεσμα αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν άνοια.
Η πιο πρόσφατη από τις σχετικές μελέτες δημοσιεύθηκε πριν από λίγες εβδομάδες στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet». Επιστημονική ομάδα αποτελούμενη από 27 ειδικούς έγραψε ότι οι πάσχοντες από άνοια θα έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί έως το 2050 (153 εκατομμύρια από 55 εκατ. που ήταν το 2020).
Σημαντικό ποσοστό αυτών των περιστατικών οφείλονται σε παράγοντες κινδύνου που μπορούμε να διορθώσουμε. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται η απώλεια όρασης στην τρίτη ηλικία. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι αν θεραπεύονταν ή αποτρέπονταν όλα τα περιστατικά της, θα μειώνονταν κατά 2% τον χρόνο τα κρούσματα άνοιας.
«Η πρόληψη της άνοιας αποτελεί σημαντική προτεραιότητα, δεδομένης της τεράστιας επίπτωσής της στους ασθενείς και τις οικογένειές τους, στα συστήματα υγείας και στην κοινωνία. Ο αριθμός των ηλικιωμένων με άνοια αυξάνεται συνεχώς και προς το παρόν δεν έχει βρεθεί τρόπος να θεραπευτεί. Γι’ αυτό τον λόγο έχει ζωτική σημασία να τεκμηριωθεί ο ρόλος παραγόντων κινδύνου που θα μπορούσαν να τροποποιηθούν, όπως η μείωση/απώλεια όρασης», αναφέρει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Χειρουργός-Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
«Υπολογίζεται ότι το 90% της μειωμένης όρασης στην τρίτη ηλικία μπορεί να προληφθεί ή να αντιμετωπιστεί», συνεχίζει. «Ωστόσο πολλοί ασθενείς παραμένουν με αδιόρθωτα προβλήματα οράσεως που δεν υπονομεύουν μόνο την καθημερινότητα, αλλά και τις νοητικές λειτουργίες τους».
Άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2023 στο περιοδικό «JAMA Ophthalmology» έδειξε ότι η επίπτωση της άνοιας ήταν 40-72% υψηλότερη στους ηλικιωμένους που είχαν διαταραχή της όρασης. Μάλιστα όσο μεγαλύτερη ήταν η διαταραχή αυτή, τόσο αυξάνονταν τα περιστατικά άνοιας.
Άλλες μελέτες έχουν δείξει πως τα άτομα με απώλεια όρασης στην τρίτη ηλικία έχουν σχεδόν 50% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που βλέπουν καλά. Υπάρχουν επίσης επιστημονικά δεδομένα ότι ορισμένες παθήσεις των ματιών σχετίζονται ισχυρά με την άνοια. Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, π.χ., και ο καταρράκτης συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο.
Επιπλέον, η θεραπεία των υποκείμενων οφθαλμοπαθειών ή η αποκατάσταση της όρασης με οπτικά βοηθήματα (π.χ. διορθωτικά γυαλιά) μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο. Σε μία μελέτη, λ.χ., ασθενείς με καταρράκτη που υποβλήθηκαν σε χειρουργική αντικατάσταση του θολωμένου οφθαλμικού φακού, μείωσαν κατά 30% τον κίνδυνο άνοιας. Μία άλλη μελέτη έδειξε ότι τελικά ο κίνδυνος για άνοια εξισώνεται στους ασθενείς που κάνουν επιτυχημένη επέμβαση καταρράκτη με εκείνον που διατρέχουν όσοι δεν πάσχουν από αυτόν.
«Εάν η συσχέτιση της μειωμένης όρασης και της άνοιας είναι αιτιολογική, θα έχει σημαντική κλινική σημασία, δεδομένου ότι πολλές παθήσεις των ματιών μπορούν να θεραπευτούν. Απλώς δεν είναι εύκολο να αποδειχτεί αυτό», τονίζει ο κ. Κανελλόπουλος.
Μια πρώτη προσπάθεια να εξακριβωθεί η φύση της συσχέτισης μειωμένης όρασης και άνοιας έγινε σε μεγάλη μελέτη, στην οποία συμπεριλήφθηκαν και γενετικά δεδομένα. Η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε πριν από ένα μήνα στο περιοδικό «JAMA Network Open» και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο καταρράκτης αυξάνει τον κίνδυνο να αναπτυχθεί κυρίως αγγειακή άνοια, ενώ συνδέεται και με μειωμένο ολικό όγκο εγκεφάλου.
«Τα ευρήματα αυτά ενισχύουν περαιτέρω τη θεωρία ότι η διόρθωση του καταρράκτη μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο άνοιας», εξηγεί ο καθηγητής.
Πώς θα μπορούσε όμως η μειωμένη όραση να οδηγεί στην άνοια; Η ακριβής αιτία της συσχέτισης δεν είναι γνωστή. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι μία πιθανή αιτία είναι ενδεχομένως ότι οι ασθενείς περιορίζουν τις κοινωνικές επαφές τους λόγω της μειωμένης όρασης και σταδιακά απομονώνονται. Η κοινωνική απομόνωση αλλά και η κατάθλιψη που συχνά την ακολουθεί, αποτελούν γνωστούς παράγοντες κινδύνου για άνοια.
Η μείωση των αισθητήριων (δηλαδή των οπτικών) ερεθισμάτων που φθάνουν στον εγκέφαλο επίσης είναι πολύ σημαντική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και μία άλλη αισθητήρια διαταραχή (η βαρηκοΐα) επίσης ευνοεί την άνοια.
«Η μείωση των αισθητήριων ερεθισμάτων έχει ως συνέπεια μειωμένη διέγερση του εγκεφάλου, η οποία είναι πολύ σημαντική για την πρόληψη της ατροφίας του. Η ατροφία με τη σειρά της έχει δομικές και λειτουργικές συνέπειες στον εγκέφαλο. Πόσο μάλλον που τα τμήματα του εγκεφάλου είναι αλληλένδετα και η διέγερση (ή η απουσία της) ενός τμήματος έχει αντίκτυπο και σε πολλά άλλα», λέει ο κ. Κανελλόπουλος.
Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι η μείωση της όρασης να επιταχύνει την έκπτωση των νοητικών λειτουργιών σε ανθρώπους που ήδη βρίσκονταν σε πρώιμα στάδια άνοιας. «Χρειάζεται πολλή προσπάθεια από τον εγκέφαλο για να αντιληφθεί τι συμβαίνει σε έναν κόσμο που είναι θολός γύρω του. Έτσι ίσως του απομένουν λίγες δυνάμεις για τη μνήμη και τις άλλες νοητικές δεξιότητες», εξηγεί ο καθηγητής.
Τι σημαίνουν πρακτικά όλ’ αυτά; Ότι έχει ζωτική σημασία να ελέγχετε προληπτικά την όρασή σας σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ειδικά μετά τα 40 έτη, ο έλεγχος πρέπει να γίνεται μία φορά τον χρόνο, ώστε να διαγνωστούν και να αντιμετωπιστούν εγκαίρως τυχόν προβλήματα.
«Η αναγνώριση νέων παραγόντων κινδύνου για άνοια έχει μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον για εμάς τους επιστήμονες. Όταν όμως αυτοί οι παράγοντες μπορούν να διορθωθούν στις περισσότερες περιπτώσεις, τότε αποκτούν ξεχωριστή σημασία για τους ασθενείς. Η διόρθωση των οφθαλμολογικών παθήσεων δεν μειώνει μόνο τον κίνδυνο άνοιας αργότερα στη ζωή, αλλά και την ποιότητα της ζωής σήμερα και στο μέλλον», καταλήγει ο κ. Κανελλόπουλος.